ὑπεκδέχομαι: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1185.png Seite 1185]] (s. [[δέχομαι]]), unter sich nehmen; πόρτιν μαστῷ, von der Kuh, unter sich am Euter haben, Ep. ad. 221 (IX, 722). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1185.png Seite 1185]] (s. [[δέχομαι]]), unter sich nehmen; πόρτιν μαστῷ, von der Kuh, unter sich am Euter haben, Ep. ad. 221 (IX, 722). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=recevoir sous.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐκδέχομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπεκδέχομαι''': [[δέχομαι]] [[ὑποκάτω]] μου, ἐπὶ ἀγελάδος, πόρτιν μαστῷ ὑπ., [[δέχομαι]] μόσχον [[ὑποκάτω]] μου εἰς τὸν μαστόν, Ἀνθ. Π. 9. 722. | |lstext='''ὑπεκδέχομαι''': [[δέχομαι]] [[ὑποκάτω]] μου, ἐπὶ ἀγελάδος, πόρτιν μαστῷ ὑπ., [[δέχομαι]] μόσχον [[ὑποκάτω]] μου εἰς τὸν μαστόν, Ἀνθ. Π. 9. 722. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:10, 2 October 2022
English (LSJ)
have under oneself, of a cow, μαστῷ πόρτιν ὑ., of a calf at the udder, AP9.722 (Antip. Sid.).
German (Pape)
[Seite 1185] (s. δέχομαι), unter sich nehmen; πόρτιν μαστῷ, von der Kuh, unter sich am Euter haben, Ep. ad. 221 (IX, 722).
French (Bailly abrégé)
recevoir sous.
Étymologie: ὑπό, ἐκδέχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεκδέχομαι: δέχομαι ὑποκάτω μου, ἐπὶ ἀγελάδος, πόρτιν μαστῷ ὑπ., δέχομαι μόσχον ὑποκάτω μου εἰς τὸν μαστόν, Ἀνθ. Π. 9. 722.
Greek Monolingual
Α
δέχομαι από κάτω μου («δάμαλις... μαστῷ πόρτιν ὑπεκδέχεται», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκδέχομαι «παραλαμβάνω, δέχομαι, αναλαμβάνω ευθύνη»].
Greek Monotonic
ὑπεκδέχομαι: αποθ., δέχομαι από κάτω μου, λέγεται για αγελάδα, πόρτιν μαστῷ ὑπεκδέχεται, δέχεται, έχει ένα μοσχαράκι κάτω από τον μαστό της, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεκδέχομαι: принимать под, т. е. подпускать или подводить (πόρτιν μαστῷ Anth.).
Middle Liddell
Dep. to have under one, of a cow, πόρτιν μαστῷ ὑπ. to have a calf under her udder, Anth.