ῥοδάνη: Difference between revisions

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0846.png Seite 846]] ἡ, der gedrehte Faden, Einschlag, Batrach. 182; vgl. Schneider Orph. Arg. 509.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0846.png Seite 846]] ἡ, der gedrehte Faden, Einschlag, Batrach. 182; vgl. Schneider Orph. Arg. 509.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />fil tissé.<br />'''Étymologie:''' [[ῥοδανός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥοδάνη''': ἡ, (ῥοδανὸς) ὡς τὸ [[κρόκη]], ὑφάδι, [[νῆμα]], κλωστή, πέπλον μου κατέτρωξαν, ὃν ἐξύφηνα καμοῦσα ἐκ ῥοδάνης λεπτῆς καὶ στήμονα μακρὸν ἔνησα Βατραχομυομ. 183, πρβλ. Εὐστάθ. 1527. 60, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1137, κτλ.· ὁ Ἡσύχ. ἔχει [[ῥαδάνη]], ἀλλὰ (ἐν λέξ. [[τολύπη]]) [[ῥοδάνη]]· - ὁμοία διαφορὰ παρατηρεῖται καὶ ἐν τῷ ῥήματι ῥοδανίζω, ὡς καὶ νῦν, Σχόλ. Ἑνετ. Β. 18. 576, Εὐστ. 1527. 60, [[ῥαδανίζω]], Εὐστ. 1165. 22, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 702. 9, Ἡσύχ.
|lstext='''ῥοδάνη''': ἡ, (ῥοδανὸς) ὡς τὸ [[κρόκη]], ὑφάδι, [[νῆμα]], κλωστή, πέπλον μου κατέτρωξαν, ὃν ἐξύφηνα καμοῦσα ἐκ ῥοδάνης λεπτῆς καὶ στήμονα μακρὸν ἔνησα Βατραχομυομ. 183, πρβλ. Εὐστάθ. 1527. 60, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1137, κτλ.· ὁ Ἡσύχ. ἔχει [[ῥαδάνη]], ἀλλὰ (ἐν λέξ. [[τολύπη]]) [[ῥοδάνη]]· - ὁμοία διαφορὰ παρατηρεῖται καὶ ἐν τῷ ῥήματι ῥοδανίζω, ὡς καὶ νῦν, Σχόλ. Ἑνετ. Β. 18. 576, Εὐστ. 1527. 60, [[ῥαδανίζω]], Εὐστ. 1165. 22, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 702. 9, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />fil tissé.<br />'''Étymologie:''' [[ῥοδανός]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοδάνη Medium diacritics: ῥοδάνη Low diacritics: ροδάνη Capitals: ΡΟΔΑΝΗ
Transliteration A: rhodánē Transliteration B: rhodanē Transliteration C: rodani Beta Code: r(oda/nh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, (ῥοδανός) like κρόκη, spun thread, woof or weft, Batr. 183, cf. Eust.1527.60, Sch.Ar.V.1137, etc.; Hsch. gives ῥαδάνη, but (s.v. τολύπη) ῥοδάνη.

German (Pape)

[Seite 846] ἡ, der gedrehte Faden, Einschlag, Batrach. 182; vgl. Schneider Orph. Arg. 509.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
fil tissé.
Étymologie: ῥοδανός.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοδάνη: ἡ, (ῥοδανὸς) ὡς τὸ κρόκη, ὑφάδι, νῆμα, κλωστή, πέπλον μου κατέτρωξαν, ὃν ἐξύφηνα καμοῦσα ἐκ ῥοδάνης λεπτῆς καὶ στήμονα μακρὸν ἔνησα Βατραχομυομ. 183, πρβλ. Εὐστάθ. 1527. 60, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1137, κτλ.· ὁ Ἡσύχ. ἔχει ῥαδάνη, ἀλλὰ (ἐν λέξ. τολύπη) ῥοδάνη· - ὁμοία διαφορὰ παρατηρεῖται καὶ ἐν τῷ ῥήματι ῥοδανίζω, ὡς καὶ νῦν, Σχόλ. Ἑνετ. Β. 18. 576, Εὐστ. 1527. 60, ῥαδανίζω, Εὐστ. 1165. 22, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 702. 9, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

και ῥαδάνη, ἡ, Α ῥοδανός / ῥαδανός
στριμμένη κλωστή, υφάδι, νήμα.

Greek Monotonic

ῥοδάνη: [ᾰ], ἡ, υφάδι ή νήμα, κλωστή, σε Βατραχομ.

Russian (Dvoretsky)

ῥοδάνη: (ᾰ) ἡ уток (ῥ. λεπτή Batr.).

Frisk Etymological English

ῥοδανός See also: s. ῥαδινός.

Middle Liddell

ῥοδᾰ́νη, ἡ,
the woof or weft, Batr. [from ῥοδᾰνός]

Frisk Etymology German

ῥοδάνη: ῥοδανός
{rhodánē}
See also: s. ῥαδινός.
Page 2,660