δαίδαλμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ατος (τό) :<br />œuvre d'art.<br />'''Étymologie:''' [[δαιδάλλω]].
|btext=ατος (τό) :<br />œuvre d'art.<br />'''Étymologie:''' [[δαιδάλλω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δαίδαλμα''': τό, [[ἔργον]] τέχνης, Θεόκρ. 1. 32, Λουκ. Ἔρωσ. 13.
|elnltext=δαίδαλμα -ατος, τό [δαιδάλλω] kunstwerk.
}}
{{elru
|elrutext='''δαίδαλμα:''' ατος τό художественное изделие, произведение искусства Theocr., Luc.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''δαίδαλμα:''' -ατος, τό, [[έργο]] τέχνης, [[κομψοτέχνημα]], [[τεχνούργημα]] στολισμένο με πολλή [[τέχνη]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''δαίδαλμα:''' -ατος, τό, [[έργο]] τέχνης, [[κομψοτέχνημα]], [[τεχνούργημα]] στολισμένο με πολλή [[τέχνη]], σε Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δαίδαλμα:''' ατος τό художественное изделие, произведение искусства Theocr., Luc.
|lstext='''δαίδαλμα''': τό, [[ἔργον]] τέχνης, Θεόκρ. 1. 32, Λουκ. Ἔρωσ. 13.
}}
{{elnl
|elnltext=δαίδαλμα -ατος, τό [δαιδάλλω] kunstwerk.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=a [[work]] of art, Theocr.
|mdlsjtxt=a [[work]] of art, Theocr.
}}
}}

Revision as of 20:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαίδαλμα Medium diacritics: δαίδαλμα Low diacritics: δαίδαλμα Capitals: ΔΑΙΔΑΛΜΑ
Transliteration A: daídalma Transliteration B: daidalma Transliteration C: daidalma Beta Code: dai/dalma

English (LSJ)

ατος, τό, work of art, θεῶν Theoc.1.32, cf. Luc.Am.13; τὰ τῆς οἰκοδομίας δ. Agath.2.15.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
obra artística, delicada λυσίμβροτον ... ἀκηράτων δ. Pi.Fr.52i.81, τι θεῶν δ. Theoc.1.32, δ. κάλλιστον Luc.Am.13, τῆς οἰκοδομίας δαιδάλματα Agath.2.15.2, cf. Callistr.11.3, Colluth.308, Nonn.D.37.127.

German (Pape)

[Seite 514] τό, Kunstwerk, Theocr. 1, 32; Luc. Amor. 13.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
œuvre d'art.
Étymologie: δαιδάλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαίδαλμα -ατος, τό [δαιδάλλω] kunstwerk.

Russian (Dvoretsky)

δαίδαλμα: ατος τό художественное изделие, произведение искусства Theocr., Luc.

English (Slater)

δαίδαλμα
1 something cleverly made, piece of workmanship [δαιδάλματα codd. con tra met.: δαίδαλ Pauw (P. 5.36) ] ]λυσίμβροτον παρθενίᾳ[ ]ἀκηράτων δαίδαλμα[ (Pae. 8.81)

Greek Monolingual

δαίδαλμα, το (AM) δαιδάλλω έργο τέχνης, περίτεχνο έργο.

Greek Monotonic

δαίδαλμα: -ατος, τό, έργο τέχνης, κομψοτέχνημα, τεχνούργημα στολισμένο με πολλή τέχνη, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

δαίδαλμα: τό, ἔργον τέχνης, Θεόκρ. 1. 32, Λουκ. Ἔρωσ. 13.

Middle Liddell

a work of art, Theocr.