καταπυγοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ης (ἡ) :<br />débauche infâme, sodomie.<br />'''Étymologie:''' [[καταπύγων]].
|btext=ης (ἡ) :<br />débauche infâme, sodomie.<br />'''Étymologie:''' [[καταπύγων]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταπῡγοσύνη''': ἡ, [[κτηνώδης]] [[ὄρεξις]], σαρκικὴ ἐπιθυμία παρὰ φύσιν, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισι» 4, Ἀριστοφ. Νεφ. 1023, Ἀποσπ. 180· κ. καὶ [[πασχητιασμός]] Λουκ. Ἐνύπν. 32.
|elnltext=καταπυγοσύνη -ης, ἡ [[καταπύγων]] geilheid.
}}
{{elru
|elrutext='''καταπῡγοσύνη:''' (σῠ) противоестественный разврат Arph., Luc., [[Cratinus]] ap. Plut.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''καταπῡγοσύνη:''' ἡ, [[κτηνώδης]] [[όρεξη]], [[κτηνώδης]] [[ορμή]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''καταπῡγοσύνη:''' ἡ, [[κτηνώδης]] [[όρεξη]], [[κτηνώδης]] [[ορμή]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταπῡγοσύνη:''' (σῠ) противоестественный разврат Arph., Luc., [[Cratinus]] ap. Plut.
|lstext='''καταπῡγοσύνη''': ἡ, [[κτηνώδης]] [[ὄρεξις]], σαρκικὴ ἐπιθυμία παρὰ φύσιν, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισι» 4, Ἀριστοφ. Νεφ. 1023, Ἀποσπ. 180· κ. καὶ [[πασχητιασμός]] Λουκ. Ἐνύπν. 32.
}}
{{elnl
|elnltext=καταπυγοσύνη -ης, [[καταπύγων]] geilheid.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=καταπῡγοσύνη, ἡ,<br />[[brutal]] [[lust]], Ar. [from [[καταπύγων]]]
|mdlsjtxt=καταπῡγοσύνη, ἡ,<br />[[brutal]] [[lust]], Ar. [from [[καταπύγων]]]
}}
}}

Revision as of 20:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπῡγοσύνη Medium diacritics: καταπυγοσύνη Low diacritics: καταπυγοσύνη Capitals: ΚΑΤΑΠΥΓΟΣΥΝΗ
Transliteration A: katapygosýnē Transliteration B: katapygosynē Transliteration C: katapygosyni Beta Code: katapugosu/nh

English (LSJ)

ἡ, homosexuality, homosexualism, gayness, queerness, buggerism, unnatural lust, brutal lust, Cratin.53, Ar.Nu.1023 (anap.), Fr.130, Luc.Gall.32.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
débauche infâme, sodomie.
Étymologie: καταπύγων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταπυγοσύνη -ης, ἡ καταπύγων geilheid.

Russian (Dvoretsky)

καταπῡγοσύνη: (σῠ) ἡ противоестественный разврат Arph., Luc., Cratinus ap. Plut.

Greek Monolingual

καταπυγοσύνη, ἡ (Α)
επιθυμία για παρά φύσιν ασέλγεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατάπυγος / καταπύγων + κατάλ. -οσύνη (πρβλ. δικαιοσύνη, εθελημοσύνη)].

Greek Monotonic

καταπῡγοσύνη: ἡ, κτηνώδης όρεξη, κτηνώδης ορμή, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

καταπῡγοσύνη: ἡ, κτηνώδης ὄρεξις, σαρκικὴ ἐπιθυμία παρὰ φύσιν, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισι» 4, Ἀριστοφ. Νεφ. 1023, Ἀποσπ. 180· κ. καὶ πασχητιασμός Λουκ. Ἐνύπν. 32.

Middle Liddell

καταπῡγοσύνη, ἡ,
brutal lust, Ar. [from καταπύγων]