κηρυκικός: Difference between revisions

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br />de héraut, de crieur public ; ἡ κηρυκική ([[τέχνη]]) charge de héraut.<br />'''Étymologie:''' [[κῆρυξ]].
|btext=ή, όν :<br />de héraut, de crieur public ; ἡ κηρυκική ([[τέχνη]]) charge de héraut.<br />'''Étymologie:''' [[κῆρυξ]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κηρυκικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς κήρυκας, ὁ τῶν κηρύκων, [[φῦλον]], [[ἔθνος]] Πλάτ. Πολιτικ. 260D, 290Β· ἡ κηρυκικὴ (δηλ. [[τέχνη]]) [[αὐτόθι]] 260Ε.
|elnltext=κηρυκικός -ή -όν [κῆρυξ] herauten-, van een heraut; subst. ἡ κηρυκική ( sc. τέχνη) beroep van heraut.
}}
{{elru
|elrutext='''κηρῡκικός:''' [[глашатайский]]: τὸ κηρυκικὸν [[φῦλον]] или [[ἔθνος]] Plat. глашатаи.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κηρῡκικός:''' -ή, -όν ([[κῆρυξ]]), αυτός που χαρακτηρίζει τον κήρυκα, σε Πλάτ.
|lsmtext='''κηρῡκικός:''' -ή, -όν ([[κῆρυξ]]), αυτός που χαρακτηρίζει τον κήρυκα, σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κηρῡκικός:''' [[глашатайский]]: τὸ κηρυκικὸν [[φῦλον]] или [[ἔθνος]] Plat. глашатаи.
|lstext='''κηρυκικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς κήρυκας, ὁ τῶν κηρύκων, [[φῦλον]], [[ἔθνος]] Πλάτ. Πολιτικ. 260D, 290Β· κηρυκικὴ (δηλ. [[τέχνη]]) [[αὐτόθι]] 260Ε.
}}
{{elnl
|elnltext=κηρυκικός -ή -όν [κῆρυξ] herauten-, van een heraut; subst. κηρυκική ( sc. τέχνη) beroep van heraut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 20:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηρυκικός Medium diacritics: κηρυκικός Low diacritics: κηρυκικός Capitals: ΚΗΡΥΚΙΚΟΣ
Transliteration A: kērykikós Transliteration B: kērykikos Transliteration C: kirykikos Beta Code: khrukiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of heralds, φῦλον, ἔθνος, Pl.Plt.260d, 290b: ἡ κηρυκική (sc. τέχνη) ib.260e.

German (Pape)

[Seite 1434] den Herold betreffend, des Herolds; φῦλον Plat. Polit. 260 d; γένος Poll. 7, 209; ἡ κηρυκική, das Heroldsamt, Plat. a. a. O.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de héraut, de crieur public ; ἡ κηρυκική (τέχνη) charge de héraut.
Étymologie: κῆρυξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηρυκικός -ή -όν [κῆρυξ] herauten-, van een heraut; subst. ἡ κηρυκική ( sc. τέχνη) beroep van heraut.

Russian (Dvoretsky)

κηρῡκικός: глашатайский: τὸ κηρυκικὸν φῦλον или ἔθνος Plat. глашатаи.

Greek Monolingual

κηρυκικός, -ή, -όν (Α) κήρυξ
1. αυτός που ανήκει σε κήρυκα
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κηρυκική
η τέχνη του κήρυκα («κελευστικῆ, κηρυκικῇ καὶ πολλαῑς ἑτέραις τούτων τέχναις συγγενέσιν», Πλάτ.).

Greek Monotonic

κηρῡκικός: -ή, -όν (κῆρυξ), αυτός που χαρακτηρίζει τον κήρυκα, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

κηρυκικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς κήρυκας, ὁ τῶν κηρύκων, φῦλον, ἔθνος Πλάτ. Πολιτικ. 260D, 290Β· ἡ κηρυκικὴ (δηλ. τέχνη) αὐτόθι 260Ε.

Middle Liddell

κηρῡκικός, ή, όν κῆρυξ
of heralds, Plat.

English (Woodhouse)

of a herald

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)