κρανοποιέω: Difference between revisions

From LSJ

Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht

Menander, Monostichoi, 491
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=-ῶ :<br />fabriquer des casques en paroles, <i>càd</i> ne parler que de casques, d'armures.<br />'''Étymologie:''' [[κρανοποιός]].
|btext=-ῶ :<br />fabriquer des casques en paroles, <i>càd</i> ne parler que de casques, d'armures.<br />'''Étymologie:''' [[κρανοποιός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κρᾰνοποιέω''': [[κατασκευάζω]] περικεφαλαίας· ἐν Ἀριστ. Βατρ. 1018 ἐν χρήσει ἐπὶ ἀνθρώπου κομπορρημόνως λαλοῦντος περὶ πολέμων, κράνη καὶ λόφους διηγουμένου· -ποιΐα, ἡ. Πολυδ. Ζ΄, 155· ― ἐκ τοῦ κρανο-[[ποιός]], ὁ, ὁ κατασκευάζων περικεφαλαίας, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1255, Πολυδ. Α΄, 145., Ζ΄, 155.
|elnltext=κρανοποιέω [κράνος, ποιέω] helmen fabriceren; overdr.: κρανοποιῶν αὖ μ’ ἐπιτρίψει hij (Aeschylus) gaat me gek maken met zijn (gepraat over) helmen Aristoph. Ran. 1018.
}}
{{elru
|elrutext='''κρᾰνοποιέω:''' досл. ковать шлемы, ирон. убивать болтовней о военных доспехах Arph.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρᾰνοποιέω:''' φτιάχνω περικεφαλαίες· στον Αριστοφ., λέγεται για κάποιον που μιλά με [[κομπορρημοσύνη]] για τον πόλεμο.
|lsmtext='''κρᾰνοποιέω:''' φτιάχνω περικεφαλαίες· στον Αριστοφ., λέγεται για κάποιον που μιλά με [[κομπορρημοσύνη]] για τον πόλεμο.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κρᾰνοποιέω:''' досл. ковать шлемы, ирон. убивать болтовней о военных доспехах Arph.
|lstext='''κρᾰνοποιέω''': [[κατασκευάζω]] περικεφαλαίας· ἐν Ἀριστ. Βατρ. 1018 ἐν χρήσει ἐπὶ ἀνθρώπου κομπορρημόνως λαλοῦντος περὶ πολέμων, κράνη καὶ λόφους διηγουμένου· -ποιΐα, . Πολυδ. Ζ΄, 155· ― ἐκ τοῦ κρανο-[[ποιός]], ὁ, ὁ κατασκευάζων περικεφαλαίας, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1255, Πολυδ. Α΄, 145., Ζ΄, 155.
}}
{{elnl
|elnltext=κρανοποιέω [κράνος, ποιέω] helmen fabriceren; overdr.: κρανοποιῶν αὖ μ’ ἐπιτρίψει hij (Aeschylus) gaat me gek maken met zijn (gepraat over) helmen Aristoph. Ran. 1018.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κρᾰνο-[[ποιέω]],<br />to make helmets: in Ar. of one who talks big and [[warlike]].
|mdlsjtxt=κρᾰνο-[[ποιέω]],<br />to make helmets: in Ar. of one who talks big and [[warlike]].
}}
}}

Revision as of 20:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰνοποιέω Medium diacritics: κρανοποιέω Low diacritics: κρανοποιέω Capitals: ΚΡΑΝΟΠΟΙΕΩ
Transliteration A: kranopoiéō Transliteration B: kranopoieō Transliteration C: kranopoieo Beta Code: kranopoie/w

English (LSJ)

make helmets: metaph., of one who talks big and warlike, Ar.Ra.1018:—hence κρᾰνο-ποιΐα, ἡ, Poll.7.155.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
fabriquer des casques en paroles, càd ne parler que de casques, d'armures.
Étymologie: κρανοποιός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρανοποιέω [κράνος, ποιέω] helmen fabriceren; overdr.: κρανοποιῶν αὖ μ’ ἐπιτρίψει hij (Aeschylus) gaat me gek maken met zijn (gepraat over) helmen Aristoph. Ran. 1018.

Russian (Dvoretsky)

κρᾰνοποιέω: досл. ковать шлемы, ирон. убивать болтовней о военных доспехах Arph.

Greek Monotonic

κρᾰνοποιέω: φτιάχνω περικεφαλαίες· στον Αριστοφ., λέγεται για κάποιον που μιλά με κομπορρημοσύνη για τον πόλεμο.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰνοποιέω: κατασκευάζω περικεφαλαίας· ἐν Ἀριστ. Βατρ. 1018 ἐν χρήσει ἐπὶ ἀνθρώπου κομπορρημόνως λαλοῦντος περὶ πολέμων, κράνη καὶ λόφους διηγουμένου· -ποιΐα, ἡ. Πολυδ. Ζ΄, 155· ― ἐκ τοῦ κρανο-ποιός, ὁ, ὁ κατασκευάζων περικεφαλαίας, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1255, Πολυδ. Α΄, 145., Ζ΄, 155.

Middle Liddell

κρᾰνο-ποιέω,
to make helmets: in Ar. of one who talks big and warlike.