κορμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> tronc d'arbre;<br /><b>2</b> bûche.<br />'''Étymologie:''' [[κείρω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> tronc d'arbre;<br /><b>2</b> bûche.<br />'''Étymologie:''' [[κείρω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κορμός''': , ([[κείρω]]) ὁ κορμὸς δένδρου (ἀποκεκομμένων τῶν κλάδων), Ὀδ. Ψ. 196, Εὐρ. Ἑκάβ. 575, Ἡρ. Μαιν. 242· κ. ἐλάας Ἀριστοφ. Λυσ. 255· κορμοὶ ξύλων, τεμάχια κορμοῦ, Ἡρόδ. 7. 36· κ. ναυτικοί, δηλ. κῶπαι, Εὐρ. Ἑλ. 1601.
|elnltext=κορμός -οῦ, ὁ [κείρω] boomstronk:. κορμοὶ ξύλων houtblokken Hdt. 7.36.4; κ. ναυτικός roeiriem Eur. Hel. 1601.
}}
{{elru
|elrutext='''κορμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[ствол]] (ἐλαίης Hom.; [[δρυός]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[бревно]] (κορμοὶ ξύλων Her.);<br /><b class="num">3)</b> [[шест]], [[багор]]: κ. [[ναυτικός]] Eur. весло.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κορμός:''' ὁ ([[κείρω]]), [[κορμός]] δέντρου (με τα κλαδιά κομμένα), σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· <i>κορμοὶ ξύλων</i>, κομμάτια κορμών, σε Ηρόδ.· <i>κ. ναυτικοί</i>, δηλ. [[κουπιά]], σε Ευρ.
|lsmtext='''κορμός:''' ὁ ([[κείρω]]), [[κορμός]] δέντρου (με τα κλαδιά κομμένα), σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· <i>κορμοὶ ξύλων</i>, κομμάτια κορμών, σε Ηρόδ.· <i>κ. ναυτικοί</i>, δηλ. [[κουπιά]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κορμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[ствол]] (ἐλαίης Hom.; [[δρυός]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[бревно]] (κορμοὶ ξύλων Her.);<br /><b class="num">3)</b> [[шест]], [[багор]]: κ. [[ναυτικός]] Eur. весло.
|lstext='''κορμός''': , ([[κείρω]]) ὁ κορμὸς δένδρου (ἀποκεκομμένων τῶν κλάδων), Ὀδ. Ψ. 196, Εὐρ. Ἑκάβ. 575, Ἡρ. Μαιν. 242· κ. ἐλάας Ἀριστοφ. Λυσ. 255· κορμοὶ ξύλων, τεμάχια κορμοῦ, Ἡρόδ. 7. 36· κ. ναυτικοί, δηλ. κῶπαι, Εὐρ. Ἑλ. 1601.
}}
{{elnl
|elnltext=κορμός -οῦ, ὁ [κείρω] boomstronk:. κορμοὶ ξύλων houtblokken Hdt. 7.36.4; κ. ναυτικός roeiriem Eur. Hel. 1601.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 20:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορμός Medium diacritics: κορμός Low diacritics: κορμός Capitals: ΚΟΡΜΟΣ
Transliteration A: kormós Transliteration B: kormos Transliteration C: kormos Beta Code: kormo/s

English (LSJ)

(A), ὁ, (κείρω) A trunk of a tree (with the boughs lopped off), Od.23.196, E.Hec.575, HF242; κ. ἐλάας Ar.Lys.255; κ. ἐλάϊνοι PCair.Zen.431 (iii B. C.); κορμοὶ ξύλων logs of timber, Hdt.7.36, PCair.Zen.154.2 (iii B. C.); κορμοὶ ναυτικοί, i.e. oars, E.Hel.1601. 2 ἀπὸ κορμοῦ εἰς κορμόν, in measurement of an irrigated vineyard, prob. from block to block, i.e. from sluice to sluice, PFlor.50.2, al. (iii A. D.); cf. κορμολογία.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 tronc d'arbre;
2 bûche.
Étymologie: κείρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορμός -οῦ, ὁ [κείρω] boomstronk:. κορμοὶ ξύλων houtblokken Hdt. 7.36.4; κ. ναυτικός roeiriem Eur. Hel. 1601.

Russian (Dvoretsky)

κορμός:
1) ствол (ἐλαίης Hom.; δρυός Eur.);
2) бревно (κορμοὶ ξύλων Her.);
3) шест, багор: κ. ναυτικός Eur. весло.

English (Autenrieth)

(κείρω): log, trunk of a tree, Od. 23.196†.

Greek Monolingual

ο (ΑM κορμός)
1. το κύριο μέρος του δένδρου από τις ρίζες μέχρι τις πρώτες διακλαδώσεις («πληροῦσιν πυρὰν κορμοὺς φέροντες πευκίνους», Ευρ.)
2. το στέλεχος του δέντρου από το οποίο έχουν αποκοπεί οι κλάδοι
3. το κεντρικό και κύριο μέρος του σώματος τών ζώων και μάλιστα τών σπονδυλωτών, σε αντιδιαστολή προς την κεφαλή και τα άκρα
νεοελλ.
1. είδος γλυκού με σχήμα κορμού δένδρου
2. (μεταλργ.) ημικατεργασμένο προϊόν ελάσεως που λαμβάνεται μετά το πλίνθωμα
3. (φρ. «μαθήματα κορμού» — τα μαθήματα της Γ' τάξης λυκείου τα οποία δεν περιλαμβάνονται στις πανελλήνιες εξετάσεις και είναι κοινά για όλες τις δέσμες
νεοελλ.-μσν.
το κύριο μέρος κάθε πράγματος, η βάση (α. «κορμός πλοίου» β. «κορμός του κίονα»)
αρχ.
1. μικρό αυλάκι στο οποίο διοχετευόταν μέρος του νερού τών διωρύγων και τών μεγάλων αυλακιών στα αρδευτικά έργα, στους υδροφράκτες κ.λπ.
2. φρ. «κορμοὶ ναυτικοί» — κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κείρω «κόβω». Εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα kor- της ΙΕ ρίζας ker- στην οποία ανάγεται το ρ.].

Greek Monotonic

κορμός: ὁ (κείρω), κορμός δέντρου (με τα κλαδιά κομμένα), σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· κορμοὶ ξύλων, κομμάτια κορμών, σε Ηρόδ.· κ. ναυτικοί, δηλ. κουπιά, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κορμός: ὁ, (κείρω) ὁ κορμὸς δένδρου (ἀποκεκομμένων τῶν κλάδων), Ὀδ. Ψ. 196, Εὐρ. Ἑκάβ. 575, Ἡρ. Μαιν. 242· κ. ἐλάας Ἀριστοφ. Λυσ. 255· κορμοὶ ξύλων, τεμάχια κορμοῦ, Ἡρόδ. 7. 36· κ. ναυτικοί, δηλ. κῶπαι, Εὐρ. Ἑλ. 1601.

Frisk Etymological English

Meaning: piece cut off, clump, trunk
See also: s. κείρω.

Middle Liddell

κορμός, οῦ, κείρω
the trunk of a tree (with the boughs lopped off), Od., Eur.; κορμοὶ ξύλων logs of timber, Hdt.; κ. ναυτικοί, i. e. oars, Eur.

Frisk Etymology German

κορμός: {kormós}
Grammar: m.
Meaning: abgehauenes Stück, Klotz, Rumpf
See also: s. κείρω.
Page 1,922

English (Woodhouse)

log, trunk, of wood, trunk of a tree

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)