κωλύμη: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[κώλυμα]].
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[κώλυμα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κωλύμη''': , , = [[κώλυμα]], ἐπὶ κωλύμῃ, πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦ νὰ ἐμποδίσῃ τις, Θουκ. 1. 92· ταῖς κ. ταύταις ἱκανῶς... εἰρχθῆναι, διὰ τῶν ἐμποδίων τούτων, ὁ αὐτ. 4. 63· ― Διον. ὁ Ἁλ. σημειοῦται τὴν λέξιν ταύτην ὡς Θουκυδίδειον, Περὶ τῶν Θουκυδίδου ἰδιωμάτων 3.
|elnltext=κωλύμη -ης, ἡ [κωλύω] obstakel, hindernis, beletsel:. ἐπὶ κωλύμῃ om te verhinderen Thuc. 1.92.1.
}}
{{elru
|elrutext='''κωλύμη:''' () Thuc. = [[κώλυμα]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κωλύμη:''' [ῡ], ἡ = [[κώλυμα]], <i>ἐπὶ κωλύμῃ</i>, για το σκοπό της παρεμπόδισης, σε Θουκ.
|lsmtext='''κωλύμη:''' [ῡ], ἡ = [[κώλυμα]], <i>ἐπὶ κωλύμῃ</i>, για το σκοπό της παρεμπόδισης, σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κωλύμη:''' () Thuc. = [[κώλυμα]].
|lstext='''κωλύμη''': , , = [[κώλυμα]], ἐπὶ κωλύμῃ, πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦ νὰ ἐμποδίσῃ τις, Θουκ. 1. 92· ταῖς κ. ταύταις ἱκανῶς... εἰρχθῆναι, διὰ τῶν ἐμποδίων τούτων, ὁ αὐτ. 4. 63· ― Διον. ὁ Ἁλ. σημειοῦται τὴν λέξιν ταύτην ὡς Θουκυδίδειον, Περὶ τῶν Θουκυδίδου ἰδιωμάτων 3.
}}
{{elnl
|elnltext=κωλύμη -ης, ἡ [κωλύω] obstakel, hindernis, beletsel:. ἐπὶ κωλύμῃ om te verhinderen Thuc. 1.92.1.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κωλύ¯μη, ἡ,<br />= [[κώλυμα]], ἐπὶ κωλύμῃ for the [[purpose]] ofhindering, Thuc.
|mdlsjtxt=κωλύ¯μη, ἡ,<br />= [[κώλυμα]], ἐπὶ κωλύμῃ for the [[purpose]] ofhindering, Thuc.
}}
}}

Revision as of 20:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωλύμη Medium diacritics: κωλύμη Low diacritics: κωλύμη Capitals: ΚΩΛΥΜΗ
Transliteration A: kōlýmē Transliteration B: kōlymē Transliteration C: kolymi Beta Code: kwlu/mh

English (LSJ)

[ῡ], ἡ, = κώλυμα, ἐπὶ κωλύμῃ for the purpose of hindering, Th.1.92; ταῖς κ. ταύταις ἱκανῶς… εἰρχθῆναι by these impediments, Id.4.63; a poetical word in Th., cf. D.H.Amm. 2.3.

German (Pape)

[Seite 1542] ἡ, = κώλυμα, Thuc. 1, 92. 4, 63 u. Sp., wie Hdn. 8, 8, 12.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
c. κώλυμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κωλύμη -ης, ἡ [κωλύω] obstakel, hindernis, beletsel:. ἐπὶ κωλύμῃ om te verhinderen Thuc. 1.92.1.

Russian (Dvoretsky)

κωλύμη: (ῡ) ἡ Thuc. = κώλυμα.

Greek Monolingual

κωλύμη, ἡ (Α)
κώλυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωλύ-ω + επίθημα -μη (πρβλ. γνώμη, επιστήμη)].

Greek Monotonic

κωλύμη: [ῡ], ἡ = κώλυμα, ἐπὶ κωλύμῃ, για το σκοπό της παρεμπόδισης, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κωλύμη: ῡ, ἡ, = κώλυμα, ἐπὶ κωλύμῃ, πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦ νὰ ἐμποδίσῃ τις, Θουκ. 1. 92· ταῖς κ. ταύταις ἱκανῶς... εἰρχθῆναι, διὰ τῶν ἐμποδίων τούτων, ὁ αὐτ. 4. 63· ― Διον. ὁ Ἁλ. σημειοῦται τὴν λέξιν ταύτην ὡς Θουκυδίδειον, Περὶ τῶν Θουκυδίδου ἰδιωμάτων 3.

Middle Liddell

κωλύ¯μη, ἡ,
= κώλυμα, ἐπὶ κωλύμῃ for the purpose ofhindering, Thuc.