κατάρδω: Difference between revisions

From LSJ

Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit

Menander, Monostichoi, 433
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=arroser ; <i>fig.</i> inonder, saturer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἄρδω]].
|btext=arroser ; <i>fig.</i> inonder, saturer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἄρδω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατάρδω''': [[ποτίζω]], ἰδίως ἐπὶ ποταμῶν, Στρυμὼν κατάρδων Θρῄκην Ἀντιφάν. ἐν «Θαμύρ.» 1, πρβλ. Διον. Ἁλ. 2. 2·- μεταφορ., [[ῥαντίζω]] μὲ ἔπαινον ἐπαινῶ, [[οὔτε]] πανουργῶν, [[οὔτε]] κατάρδων, ἀλλὰ τὰ βέλτιστα διδάσκων (Σχολ. «καταχέων ὑποσχέσεις καὶ καταβρέχων ἐπαίνοις ὑμᾶς ὡς φυτά») Ἀριστοφ. Ἀχ. 658, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 411· «κατάρδειν· οὐ μόνον ποτίζειν ἀλλὰ καὶ εὐφραίνειν ὡς τὸ ἰαίνειν» Ἡσύχ.
|elnltext=κατ-άρδω besprenkelen; overdr. met vleiende woorden overladen, vleien.
}}
{{elru
|elrutext='''κατάρδω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[увлажнять]], [[орошать]] (τὸ [[χωρίον]] Plut. - [[varia lectio|v.l.]] τὴν γῆν): γράμματα, χειμάρρῳ δ᾽ [[οἷα]] καταρδόμενα Anth. произведения (Эсхила) текучие словно поток, т. е. полные жизни;<br /><b class="num">2)</b> перен. (тж. κ. τῷ λόγῳ Plut.) осыпать похвалами (οὑ κατάρδων, ἀλλὰ τὰ βέλτιστα διδάσκων Arph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κατάρδω:''' μέλ. <i>-άρσω</i>, [[ποτίζω]]· μεταφ., [[ραντίζω]] ως έπαινο, [[επαινώ]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κατάρδω:''' μέλ. <i>-άρσω</i>, [[ποτίζω]]· μεταφ., [[ραντίζω]] ως έπαινο, [[επαινώ]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατάρδω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[увлажнять]], [[орошать]] (τὸ [[χωρίον]] Plut. - [[varia lectio|v.l.]] τὴν γῆν): γράμματα, χειμάρρῳ δ᾽ [[οἷα]] καταρδόμενα Anth. произведения (Эсхила) текучие словно поток, т. е. полные жизни;<br /><b class="num">2)</b> перен. (тж. κ. τῷ λόγῳ Plut.) осыпать похвалами (οὑ κατάρδων, ἀλλὰ τὰ βέλτιστα διδάσκων Arph.).
|lstext='''κατάρδω''': [[ποτίζω]], ἰδίως ἐπὶ ποταμῶν, Στρυμὼν κατάρδων Θρῄκην Ἀντιφάν. ἐν «Θαμύρ.» 1, πρβλ. Διον. Ἁλ. 2. 2·- μεταφορ., [[ῥαντίζω]] μὲ ἔπαινον ἐπαινῶ, [[οὔτε]] πανουργῶν, [[οὔτε]] κατάρδων, ἀλλὰ τὰ βέλτιστα διδάσκων (Σχολ. «καταχέων ὑποσχέσεις καὶ καταβρέχων ἐπαίνοις ὑμᾶς ὡς φυτά») Ἀριστοφ. Ἀχ. 658, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 411· «κατάρδειν· οὐ μόνον ποτίζειν ἀλλὰ καὶ εὐφραίνειν ὡς τὸ ἰαίνειν» Ἡσύχ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-άρδω besprenkelen; overdr. met vleiende woorden overladen, vleien.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -άρσω<br />to [[water]]:—metaph. to [[besprinkle]] with [[praise]], Ar.
|mdlsjtxt=fut. -άρσω<br />to [[water]]:—metaph. to [[besprinkle]] with [[praise]], Ar.
}}
}}

Revision as of 20:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάρδω Medium diacritics: κατάρδω Low diacritics: κατάρδω Capitals: ΚΑΤΑΡΔΩ
Transliteration A: katárdō Transliteration B: katardō Transliteration C: katardo Beta Code: kata/rdw

English (LSJ)

A water, Θρῄκην (-ης codd. Ath.) Antiph.105, cf. D.H.2.2. 2 besprinkle, πολυτελείᾳ τῶν ἀλειμμάτων J.AJ11.6.2 (Pass.): metaph., besprinkle with praise, Ar.Ach.658; also, to be swept along, Χειμάρρῳ οἷα -αρδόμενα, of the poetry of Aeschylus, AP7.411 (Diosc.).

German (Pape)

[Seite 1374] benetzen; vom Flusse, der ein Land bewässert, τινός Antiphan. bei Ath. VII, 300 c; τοὺς κατάρδοντας τὴν γῆν ποταμούς D. Hal. 2, 2; übertr., χειμάῤῥῳ οἷα καταρδόμενα γράμματα Diosc. 17 (VII, 411); mit Lob überschütten, Ar. Ach. 658, nach Schol. καταβρέχων ὑμᾶς τοῖς ἐπαίνοις.

French (Bailly abrégé)

arroser ; fig. inonder, saturer.
Étymologie: κατά, ἄρδω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-άρδω besprenkelen; overdr. met vleiende woorden overladen, vleien.

Russian (Dvoretsky)

κατάρδω:
1) увлажнять, орошать (τὸ χωρίον Plut. - v.l. τὴν γῆν): γράμματα, χειμάρρῳ δ᾽ οἷα καταρδόμενα Anth. произведения (Эсхила) текучие словно поток, т. е. полные жизни;
2) перен. (тж. κ. τῷ λόγῳ Plut.) осыпать похвалами (οὑ κατάρδων, ἀλλὰ τὰ βέλτιστα διδάσκων Arph.).

Greek Monolingual

κατάρδω (Α)
1. βρέχω, ποτίζω («Στρυμὼν κατάρδων Θρήκην», Αντιφάν.)
2. ραντίζω
3. επαινώοὔτε πανουργῶν, οὔτε κατάρδων, ἀλλὰ τὰ βέλτιστα διδάσκων», Αριστοφ.)
4. (για τα ποιήματα του Αισχύλου) παρασύρω ως χείμαρρος («χειμάρρῳ οἷα καταρδόμενα», Ανθ.Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἄρδω «ποτίζω»].

Greek Monotonic

κατάρδω: μέλ. -άρσω, ποτίζω· μεταφ., ραντίζω ως έπαινο, επαινώ, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κατάρδω: ποτίζω, ἰδίως ἐπὶ ποταμῶν, Στρυμὼν κατάρδων Θρῄκην Ἀντιφάν. ἐν «Θαμύρ.» 1, πρβλ. Διον. Ἁλ. 2. 2·- μεταφορ., ῥαντίζω μὲ ἔπαινον ἐπαινῶ, οὔτε πανουργῶν, οὔτε κατάρδων, ἀλλὰ τὰ βέλτιστα διδάσκων (Σχολ. «καταχέων ὑποσχέσεις καὶ καταβρέχων ἐπαίνοις ὑμᾶς ὡς φυτά») Ἀριστοφ. Ἀχ. 658, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 411· «κατάρδειν· οὐ μόνον ποτίζειν ἀλλὰ καὶ εὐφραίνειν ὡς τὸ ἰαίνειν» Ἡσύχ.

Middle Liddell

fut. -άρσω
to water:—metaph. to besprinkle with praise, Ar.