πανηγυριστής: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui se rend à une fête solennelle.<br />'''Étymologie:''' [[πανηγυρίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui se rend à une fête solennelle.<br />'''Étymologie:''' [[πανηγυρίζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πᾰνηγῠριστής''': -οῦ, ὁ, πανηγυρίζων, Λουκ. Ἡρόδ. 2, Ψευδολ. 5, Πολυδ. Α΄, 34.
|elnltext=πανηγυριστής -οῦ, ὁ [πανηγυρίζω] deelnemer aan een festival.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰνηγῠριστής:''' οῦ ὁ справляющий всенародное празднество, участник панегирея Luc.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πᾰνηγῠριστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που παρακολουθεί [[μία]] <i>πανήγυριν</i>, σε Λουκ.
|lsmtext='''πᾰνηγῠριστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που παρακολουθεί [[μία]] <i>πανήγυριν</i>, σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πᾰνηγῠριστής:''' οῦ ὁ справляющий всенародное празднество, участник панегирея Luc.
|lstext='''πᾰνηγῠριστής''': -οῦ, ὁ, πανηγυρίζων, Λουκ. Ἡρόδ. 2, Ψευδολ. 5, Πολυδ. Α΄, 34.
}}
{{elnl
|elnltext=πανηγυριστής -οῦ, ὁ [πανηγυρίζω] deelnemer aan een festival.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πᾰνηγῠριστής, οῦ, ὁ,<br />one who attends a [[πανήγυρις]], Luc.
|mdlsjtxt=πᾰνηγῠριστής, οῦ, ὁ,<br />one who attends a [[πανήγυρις]], Luc.
}}
}}

Revision as of 21:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνηγῠριστής Medium diacritics: πανηγυριστής Low diacritics: πανηγυριστής Capitals: ΠΑΝΗΓΥΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: panēgyristḗs Transliteration B: panēgyristēs Transliteration C: panigyristis Beta Code: panhguristh/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, one who attends a πανήγυρις, Str.17.1.17, Luc.Herod.2, Pseudol.5, Poll.1.34.

German (Pape)

[Seite 460] ὁ, der eine πανήγυρις mitfeiert, begeht, Luc. Her. 2. 8 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui se rend à une fête solennelle.
Étymologie: πανηγυρίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανηγυριστής -οῦ, ὁ [πανηγυρίζω] deelnemer aan een festival.

Russian (Dvoretsky)

πᾰνηγῠριστής: οῦ ὁ справляющий всенародное празднество, участник панегирея Luc.

Greek Monolingual

ο, θηλ. -ίστρια, ΝΜΑ πανηγυρίζω
άτομο που μετέχει σε πανήγυρη, που παίρνει μέρος σε ομαδικό και ενθουσιώδη εορτασμό εθνικού ή θρησκευτικού γεγονότος, πανηγυριώτης.

Greek Monotonic

πᾰνηγῠριστής: -οῦ, ὁ, αυτός που παρακολουθεί μία πανήγυριν, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνηγῠριστής: -οῦ, ὁ, ὁ πανηγυρίζων, Λουκ. Ἡρόδ. 2, Ψευδολ. 5, Πολυδ. Α΄, 34.

Middle Liddell

πᾰνηγῠριστής, οῦ, ὁ,
one who attends a πανήγυρις, Luc.