κυνόφρων: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />impudent comme un chien.<br />'''Étymologie:''' [[κύων]], [[φρήν]].
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />impudent comme un chien.<br />'''Étymologie:''' [[κύων]], [[φρήν]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κῠνόφρων''': -ον, ἔχων [[φρόνημα]] κυνός, [[ἀναίσχυντος]], ἀδιάντροπος, Αἰσχύλ. Χο. 622.
|elnltext=κυνόφρων -ονος [κύων, φρήν] met hondenmentaliteit (schaamteloos).
}}
{{elru
|elrutext='''κῠνόφρων:''' 2, gen. ονος бесстыдный как пес Aesch.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''κῠνόφρων:''' -ον ([[φρήν]]), αυτός που έχει [[μυαλό]] σκύλου, [[αδιάντροπος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''κῠνόφρων:''' -ον ([[φρήν]]), αυτός που έχει [[μυαλό]] σκύλου, [[αδιάντροπος]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κῠνόφρων:''' 2, gen. ονος бесстыдный как пес Aesch.
|lstext='''κῠνόφρων''': -ον, ἔχων [[φρόνημα]] κυνός, [[ἀναίσχυντος]], ἀδιάντροπος, Αἰσχύλ. Χο. 622.
}}
{{elnl
|elnltext=κυνόφρων -ονος [κύων, φρήν] met hondenmentaliteit (schaamteloos).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κῠνό-φρων, ον, [[φρήν]]<br />dog-[[minded]], [[shameless]], Aesch.
|mdlsjtxt=κῠνό-φρων, ον, [[φρήν]]<br />dog-[[minded]], [[shameless]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 21:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνόφρων Medium diacritics: κυνόφρων Low diacritics: κυνόφρων Capitals: ΚΥΝΟΦΡΩΝ
Transliteration A: kynóphrōn Transliteration B: kynophrōn Transliteration C: kynofron Beta Code: kuno/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, dog-minded, shameless of soul, A.Ch.621 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
impudent comme un chien.
Étymologie: κύων, φρήν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυνόφρων -ονος [κύων, φρήν] met hondenmentaliteit (schaamteloos).

Russian (Dvoretsky)

κῠνόφρων: 2, gen. ονος бесстыдный как пес Aesch.

Greek Monolingual

κυνόφρων, -ον (Α)
αυτός που συμπεριφέρεται σαν σκύλος, αναίσχυντος, αδιάντροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -φρων (εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα της λ. φρήν «νους, φρόνημα»), πρβλ. γυναικόφρων, τυραννόφρων].

Greek Monotonic

κῠνόφρων: -ον (φρήν), αυτός που έχει μυαλό σκύλου, αδιάντροπος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνόφρων: -ον, ἔχων φρόνημα κυνός, ἀναίσχυντος, ἀδιάντροπος, Αἰσχύλ. Χο. 622.

Middle Liddell

κῠνό-φρων, ον, φρήν
dog-minded, shameless, Aesch.