κυανόπρῳρος: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ος, ον :<br />à la proue sombre.<br />'''Étymologie:''' [[κύανος]], [[πρῷρα]].
|btext=ος, ον :<br />à la proue sombre.<br />'''Étymologie:''' [[κύανος]], [[πρῷρα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κυᾰνόπρῳρος''': -ον, ἔχων πρῷραν βαθέως κυανοῦ χρώματος, μελανόπρῳρος, ἐπὶ πλοίων τὸ τοῦ Οὐεργιλ. caeruleae naves), Ἰλ. Ο. 693., Ψ. 852, Ὀδ. Ι. 482, 539, κτλ.· πρβλ. [[κυανώπης]].
|elnltext=κυανόπρῳρος -ον [κύανος. πρῴρα] met donkere voorsteven.
}}
{{elru
|elrutext='''κῠᾰνόπρῳρος:''' [[с темной носовой частью]] ([[ναῦς]] Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''κυᾰνόπρῳρος:''' -ον ([[πρῷρα]]), με μελανή [[μπλε]] [[πλώρη]], μαυροπρώρος, λέγεται για πλοία, σε Όμηρ.
|lsmtext='''κυᾰνόπρῳρος:''' -ον ([[πρῷρα]]), με μελανή [[μπλε]] [[πλώρη]], μαυροπρώρος, λέγεται για πλοία, σε Όμηρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κῠᾰνόπρῳρος:''' [[с темной носовой частью]] ([[ναῦς]] Hom.).
|lstext='''κυᾰνόπρῳρος''': -ον, ἔχων πρῷραν βαθέως κυανοῦ χρώματος, μελανόπρῳρος, ἐπὶ πλοίων τὸ τοῦ Οὐεργιλ. caeruleae naves), Ἰλ. Ο. 693., Ψ. 852, Ὀδ. Ι. 482, 539, κτλ.· πρβλ. [[κυανώπης]].
}}
{{elnl
|elnltext=κυανόπρῳρος -ον [κύανος. πρῴρα] met donkere voorsteven.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κυᾰνό-πρῳρος, ον [[πρῷρα]]<br />with [[dark]]-[[blue]] [[prow]], [[dark]]-prowed, of ships, Hom.
|mdlsjtxt=κυᾰνό-πρῳρος, ον [[πρῷρα]]<br />with [[dark]]-[[blue]] [[prow]], [[dark]]-prowed, of ships, Hom.
}}
}}

Revision as of 21:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰνόπρῳρος Medium diacritics: κυανόπρῳρος Low diacritics: κυανόπρωρος Capitals: ΚΥΑΝΟΠΡΩΡΟΣ
Transliteration A: kyanóprōiros Transliteration B: kyanoprōros Transliteration C: kyanoproros Beta Code: kuano/prw|ros

English (LSJ)

ον, darkprowed, of ships, Il.15.693, 23.852, Od.9.482, 539: fem. κυανόπρῳρᾰ, B.16.1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la proue sombre.
Étymologie: κύανος, πρῷρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυανόπρῳρος -ον [κύανος. πρῴρα] met donkere voorsteven.

Russian (Dvoretsky)

κῠᾰνόπρῳρος: с темной носовой частью (ναῦς Hom.).

English (Autenrieth)

and κυανο-πρῴρειος (πρῴρᾶ): dark-prowed, dark-bowed, epithet of ships.

Greek Monotonic

κυᾰνόπρῳρος: -ον (πρῷρα), με μελανή μπλε πλώρη, μαυροπρώρος, λέγεται για πλοία, σε Όμηρ.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰνόπρῳρος: -ον, ἔχων πρῷραν βαθέως κυανοῦ χρώματος, μελανόπρῳρος, ἐπὶ πλοίων τὸ τοῦ Οὐεργιλ. caeruleae naves), Ἰλ. Ο. 693., Ψ. 852, Ὀδ. Ι. 482, 539, κτλ.· πρβλ. κυανώπης.

Middle Liddell

κυᾰνό-πρῳρος, ον πρῷρα
with dark-blue prow, dark-prowed, of ships, Hom.