πεδιήρης: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ης, ες:<br />de plaine.<br />'''Étymologie:''' [[πεδίον]], ἄρω. | |btext=ης, ες:<br />de plaine.<br />'''Étymologie:''' [[πεδίον]], ἄρω. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πεδιήρης -ες [πεδίον, ἀραρίσκω] rijk aan vlak land. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πεδιήρης:''' [[равнинный]], [[ровный]] (Θρῄκης κέλευθοι Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''πεδιήρης:''' -ες, (*ἄρω), αυτός που έχει πολλές πεδιάδες, [[επίπεδος]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''πεδιήρης:''' -ες, (*ἄρω), αυτός που έχει πολλές πεδιάδες, [[επίπεδος]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πεδιήρης''': -ες, (ἄρω) ὁ ἔχων ἀφθόνους πεδιάδας, Θράκης ἂμπεδιήρεις (κοινῶς ἀμπεδιήρεις) ... κελεύθους Αίσχύλ. Πέρσ. 566. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πεδι-[[ήρης]], ες [*ἄρω]<br />abounding in plains, [[level]], Aesch. | |mdlsjtxt=πεδι-[[ήρης]], ες [*ἄρω]<br />abounding in plains, [[level]], Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:15, 2 October 2022
English (LSJ)
ες, abounding in plains, Θρῄκης ἂμ πεδιήρεις (vulg. ἀμπεδιήρεις)… κελεύθους A.Pers.566 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 541] ες, aus Flächen bestehend, flächenreich, eben, Θρῄκης ἂμ πεδιήρεις δυσχίμους τε κελει θους, Aesch. Pers. 558.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
de plaine.
Étymologie: πεδίον, ἄρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεδιήρης -ες [πεδίον, ἀραρίσκω] rijk aan vlak land.
Russian (Dvoretsky)
πεδιήρης: равнинный, ровный (Θρῄκης κέλευθοι Aesch.).
Greek Monolingual
-ῆρες, Α
(για χώρες) αυτός που έχει άφθονες πεδιάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεδίον + -ήρης (I)].
Greek Monotonic
πεδιήρης: -ες, (*ἄρω), αυτός που έχει πολλές πεδιάδες, επίπεδος, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πεδιήρης: -ες, (ἄρω) ὁ ἔχων ἀφθόνους πεδιάδας, Θράκης ἂμπεδιήρεις (κοινῶς ἀμπεδιήρεις) ... κελεύθους Αίσχύλ. Πέρσ. 566.