παραδοτός: Difference between revisions

From LSJ

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> transmis, enseigné;<br /><b>2</b> qu’on peut transmettre <i>ou</i> enseigner.<br />'''Étymologie:''' [[παραδίδωμι]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> transmis, enseigné;<br /><b>2</b> qu’on peut transmettre <i>ou</i> enseigner.<br />'''Étymologie:''' [[παραδίδωμι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παραδοτός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ παραδοθῇ, [[διδακτός]], Πλάτ. Μένων 93Β, Διογ. Λ. 4. 12.
|elnltext=παραδοτός -ή -όν [παραδίδωμι] overdraagbaar.
}}
{{elru
|elrutext='''παραδοτός:''' [adj. verb. к [[παραδίδωμι]] могущий быть переданным или преподанным Plat.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παραδοτός:''' -ή, -όν, αυτός που μπορεί να διδαχθεί, να παραδοθεί, σε Πλάτ.
|lsmtext='''παραδοτός:''' -ή, -όν, αυτός που μπορεί να διδαχθεί, να παραδοθεί, σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παραδοτός:''' [adj. verb. к [[παραδίδωμι]] могущий быть переданным или преподанным Plat.
|lstext='''παραδοτός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ παραδοθῇ, [[διδακτός]], Πλάτ. Μένων 93Β, Διογ. Λ. 4. 12.
}}
{{elnl
|elnltext=παραδοτός -ή -όν [παραδίδωμι] overdraagbaar.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παραδοτός]], ή, όν<br />[[capable]] of [[being]] taught, Plat.
|mdlsjtxt=[[παραδοτός]], ή, όν<br />[[capable]] of [[being]] taught, Plat.
}}
}}

Revision as of 21:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραδοτός Medium diacritics: παραδοτός Low diacritics: παραδοτός Capitals: ΠΑΡΑΔΟΤΟΣ
Transliteration A: paradotós Transliteration B: paradotos Transliteration C: paradotos Beta Code: paradoto/s

English (LSJ)

ή, όν, capable of being taught, Pl.Men.93b, Phld.Rh.1.369 S., D.L.4.12.

German (Pape)

[Seite 477] zu überliefern, zu lehren; Plat. Men. 93 b; D. L. 4, 12.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 transmis, enseigné;
2 qu’on peut transmettre ou enseigner.
Étymologie: παραδίδωμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραδοτός -ή -όν [παραδίδωμι] overdraagbaar.

Russian (Dvoretsky)

παραδοτός: [adj. verb. к παραδίδωμι могущий быть переданным или преподанным Plat.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α παραδίδωμι
αυτός που μπορεί να διδαχθεί.

Greek Monotonic

παραδοτός: -ή, -όν, αυτός που μπορεί να διδαχθεί, να παραδοθεί, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

παραδοτός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ παραδοθῇ, διδακτός, Πλάτ. Μένων 93Β, Διογ. Λ. 4. 12.

Middle Liddell

παραδοτός, ή, όν
capable of being taught, Plat.