πικρόγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />au langage amer.<br />'''Étymologie:''' [[πικρός]], [[γλῶσσα]].
|btext=ος, ον :<br />au langage amer.<br />'''Étymologie:''' [[πικρός]], [[γλῶσσα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πικρόγλωσσος''': -ον, ὁ μετὰ πικρίας προφερόμενος, ἀραὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 787.
|elnltext=πικρόγλωσσος -ον [πικρός, γλῶττα] met bitterheid uitgesproken.
}}
{{elru
|elrutext='''πικρόγλωσσος:''' [[полный горьких слов]], [[горький]] ([[ἀραί]] Aesch.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πικρόγλωσσος:''' -ον, αυτός που έχει αιχμηρή ή πικρή [[γλώσσα]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πικρόγλωσσος:''' -ον, αυτός που έχει αιχμηρή ή πικρή [[γλώσσα]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πικρόγλωσσος:''' [[полный горьких слов]], [[горький]] ([[ἀραί]] Aesch.).
|lstext='''πικρόγλωσσος''': -ον, ὁ μετὰ πικρίας προφερόμενος, ἀραὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 787.
}}
{{elnl
|elnltext=πικρόγλωσσος -ον [πικρός, γλῶττα] met bitterheid uitgesproken.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πικρό-γλωσσος, ον,<br />of [[sharp]] or [[bitter]] [[tongue]], Aesch.
|mdlsjtxt=πικρό-γλωσσος, ον,<br />of [[sharp]] or [[bitter]] [[tongue]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 21:23, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πικρόγλωσσος Medium diacritics: πικρόγλωσσος Low diacritics: πικρόγλωσσος Capitals: ΠΙΚΡΟΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: pikróglōssos Transliteration B: pikroglōssos Transliteration C: pikroglossos Beta Code: pikro/glwssos

English (LSJ)

ον, of sharp or bitter tongue, ἀραί A. Th.787 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 614] von, mit bitterer, beleidigender Zunge, Sprache, ἀραί, mit Bitterkeit ausgesprochen, Aesch. Spt. 769.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au langage amer.
Étymologie: πικρός, γλῶσσα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πικρόγλωσσος -ον [πικρός, γλῶττα] met bitterheid uitgesproken.

Russian (Dvoretsky)

πικρόγλωσσος: полный горьких слов, горький (ἀραί Aesch.).

Greek Monolingual

-η, -ο / πικρόγλωσσος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.-μσν.
αυτός που έχει πικρή γλώσσα, που τα λόγια του θίγουν ή προκαλούν θλίψη
αρχ.
εκείνος που προέρχεται από πικρή, σκληρή γλώσσα («πικρογλώσσους ἀράς», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)- + -γλωσσος (< γλῶσσα)].

Greek Monotonic

πικρόγλωσσος: -ον, αυτός που έχει αιχμηρή ή πικρή γλώσσα, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πικρόγλωσσος: -ον, ὁ μετὰ πικρίας προφερόμενος, ἀραὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 787.

Middle Liddell

πικρό-γλωσσος, ον,
of sharp or bitter tongue, Aesch.