περατός: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[περάσιμος]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[περάω]]¹.
|btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[περάσιμος]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[περάω]]¹.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περᾱτός''': Ἰων. [[περητός]], ή, όν, ([[περάω]]) = [[περάσιμος]], τὸ πρὸς ζόφον οὐ π. Πίνδ. Ν. 4. 114· ποταμὸς νηυσὶ π. Ἡρόδ. 1. 189 πρβλ. 193., 5. 52.
|elnltext=περᾱτός -ή -όν [περάω] begaanbaar, bevaarbaar.
}}
{{elru
|elrutext='''περᾱτός:''' ион. [[περητός]] 3 проходимый, переходимый, доступный для переправы (ποταμὸς νηυσὶ π. Her.; [[τάφρος]] Plut.).
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''περᾱτός:''' Ιων. -ητός, -ή, -όν, = [[περάσιμος]], σε Πίνδ., Ηρόδ.
|lsmtext='''περᾱτός:''' Ιων. -ητός, -ή, -όν, = [[περάσιμος]], σε Πίνδ., Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περᾱτός:''' ион. [[περητός]] 3 проходимый, переходимый, доступный для переправы (ποταμὸς νηυσὶ π. Her.; [[τάφρος]] Plut.).
|lstext='''περᾱτός''': Ἰων. [[περητός]], ή, όν, ([[περάω]]) = [[περάσιμος]], τὸ πρὸς ζόφον οὐ π. Πίνδ. Ν. 4. 114· ποταμὸς νηυσὶ π. Ἡρόδ. 1. 189 πρβλ. 193., 5. 52.
}}
{{elnl
|elnltext=περᾱτός -ή -όν [περάω] begaanbaar, bevaarbaar.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=περᾱτός, ''Ionic'' -ητός, ή, όν = [[περάσιμος]], Pind., Hdt.]
|mdlsjtxt=περᾱτός, ''Ionic'' -ητός, ή, όν = [[περάσιμος]], Pind., Hdt.]
}}
}}

Revision as of 21:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περᾱτός Medium diacritics: περατός Low diacritics: περατός Capitals: ΠΕΡΑΤΟΣ
Transliteration A: peratós Transliteration B: peratos Transliteration C: peratos Beta Code: perato/s

English (LSJ)

Ion. περητός, ή, όν, (περάω Α) A = περάσιμος, Γαδείρων τὸ πρὸς ζόφον οὐ π. Pi.N.4.69; ποταμὸς νηυσὶ π. navigable, Hdt.1.189,al. (better νηυσιπέρητος) ; τάφρος οὐ π. Plu.Pyrrh.28. 2 = περατικός, PCair.Zen.536.7 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 563] ion. περητός, auch 2 Endgn, wie περάσιμος, worüber man fahren, übersetzen kann; πρὸς ζόφον Γαδείρων οὐ περατόν, Pind. N. 4, 69; ποταμὸς νηυσὶ περητός, Her. 1, 189; ἡ μεγίστη τῶν διωρύχων ἐστὶ νηυσὶ περητός, 1, 193; τάφρος, Plut. Pyrrh. 28.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. περάσιμος.
Étymologie: adj. verb. de περάω¹.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περᾱτός -ή -όν [περάω] begaanbaar, bevaarbaar.

Russian (Dvoretsky)

περᾱτός: ион. περητός 3 проходимый, переходимый, доступный для переправы (ποταμὸς νηυσὶ π. Her.; τάφρος Plut.).

English (Slater)

περᾱτός to be passed Γαδείρων τὸ πρὸς ζόφον οὐ περατόν (N. 4.69)

Greek Monolingual

και ιων. τ. περητός, -ή, -όν, Α περώ
1. αυτός από τον οποίο μπορεί να περάσει κανείς, διαβατός
2. ο περατικός
3. (για ποταμό) ο πλωτός.

Greek Monotonic

περᾱτός: Ιων. -ητός, -ή, -όν, = περάσιμος, σε Πίνδ., Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

περᾱτός: Ἰων. περητός, ή, όν, (περάω) = περάσιμος, τὸ πρὸς ζόφον οὐ π. Πίνδ. Ν. 4. 114· ποταμὸς νηυσὶ π. Ἡρόδ. 1. 189 πρβλ. 193., 5. 52.

Middle Liddell

περᾱτός, Ionic -ητός, ή, όν = περάσιμος, Pind., Hdt.]