πομφολύζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=s'échapper en bouillonnant comme des bulles.<br />'''Étymologie:''' [[πομφόλυξ]].
|btext=s'échapper en bouillonnant comme des bulles.<br />'''Étymologie:''' [[πομφόλυξ]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πομφολύζω''': ἢ -ύσσω, ἀναβλύζω ὡς πομφόλυγας, δάκρυα πομφόλυξαν, ἀνέβλυσαν, ἐξέρρευσαν, Πινδ. Π. 4. 215.
|elnltext=πομφολύζω [πομφόλυξ] opborrelen.
}}
{{elru
|elrutext='''πομφολύζω:''' (о слезах) выступать, закипать: πομφόλυξαν δάκρυα ἐκ γλεφάρων Pind. слезы брызнули из глаз.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πομφολύζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[αναβλύζω]], [[αναπηδώ]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''πομφολύζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[αναβλύζω]], [[αναπηδώ]], σε Πίνδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πομφολύζω:''' (о слезах) выступать, закипать: πομφόλυξαν δάκρυα ἐκ γλεφάρων Pind. слезы брызнули из глаз.
|lstext='''πομφολύζω''': ἢ -ύσσω, ἀναβλύζω ὡς πομφόλυγας, δάκρυα πομφόλυξαν, ἀνέβλυσαν, ἐξέρρευσαν, Πινδ. Π. 4. 215.
}}
{{elnl
|elnltext=πομφολύζω [πομφόλυξ] opborrelen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πομφολύζω]],<br />to [[bubble]] up, [[gush]] [[forth]], Pind.
|mdlsjtxt=[[πομφολύζω]],<br />to [[bubble]] up, [[gush]] [[forth]], Pind.
}}
}}

Revision as of 21:33, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πομφολύζω Medium diacritics: πομφολύζω Low diacritics: πομφολύζω Capitals: ΠΟΜΦΟΛΥΖΩ
Transliteration A: pompholýzō Transliteration B: pompholyzō Transliteration C: pomfolyzo Beta Code: pomfolu/zw

English (LSJ)

or πομφολῠγ-ύσσω, bubble or boil up, πομφόλυζαν δάκρυα tears gushed forth, Pi.P.4.121.

German (Pape)

[Seite 679] mit Blasen aufquellen, hervorsprudeln, Pind. von Thränen, πομφόλυξαν δάκρυα ἐκ γλεφάρων, P. 4, 121.

French (Bailly abrégé)

s'échapper en bouillonnant comme des bulles.
Étymologie: πομφόλυξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πομφολύζω [πομφόλυξ] opborrelen.

Russian (Dvoretsky)

πομφολύζω: (о слезах) выступать, закипать: πομφόλυξαν δάκρυα ἐκ γλεφάρων Pind. слезы брызнули из глаз.

English (Slater)

πομφολύζω well up ἐκ δ' ἄῤ αὐτοῦ πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων (P. 4.121)

Greek Monolingual

ἡ πομφολύσσω Α
παφλάζω, βγάζω πομφόλυγες, αναβράζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πομφολύζω / πομφολύσσω παρουσιάζει παρλλ. σχηματισμό με το ουσ. πομφόλυξ, -υγος (πρβλ. μορμώ: μορμολύττομαι)].

Greek Monotonic

πομφολύζω: μέλ. -ξω, αναβλύζω, αναπηδώ, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

πομφολύζω: ἢ -ύσσω, ἀναβλύζω ὡς πομφόλυγας, δάκρυα πομφόλυξαν, ἀνέβλυσαν, ἐξέρρευσαν, Πινδ. Π. 4. 215.

Middle Liddell

πομφολύζω,
to bubble up, gush forth, Pind.