πολύφιλος: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />qui a beaucoup d'amis;<br /><i>Cp.</i> πολυφιλώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φίλος]].
|btext=ος, ον :<br />qui a beaucoup d'amis;<br /><i>Cp.</i> πολυφιλώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φίλος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πολύφῐλος''': -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς φίλους, πολλοῖς [[ἀγαπητός]], Πινδ. Π. 5. 5, Λυσ. 112. 43, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 10, 1, Πολιτικ. 5. 11, 12, κ. ἀλλ. ― Ἰδὲ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 235.
|elnltext=πολύφιλος -ον [πολύς, φίλος] met velen bevriend.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύφῐλος:''' [[имеющий многих друзей]] Pind., Lys. etc.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πολύφῐλος:''' -ον, [[αγαπητός]] στους πολλούς, σε Πίνδ.
|lsmtext='''πολύφῐλος:''' -ον, [[αγαπητός]] στους πολλούς, σε Πίνδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολύφῐλος:''' [[имеющий многих друзей]] Pind., Lys. etc.
|lstext='''πολύφῐλος''': -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς φίλους, πολλοῖς [[ἀγαπητός]], Πινδ. Π. 5. 5, Λυσ. 112. 43, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 10, 1, Πολιτικ. 5. 11, 12, κ. ἀλλ. ― Ἰδὲ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 235.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύφιλος -ον [πολύς, φίλος] met velen bevriend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-φῐλος, ον,<br />[[dear]] to [[many]], Pind.
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-φῐλος, ον,<br />[[dear]] to [[many]], Pind.
}}
}}

Revision as of 21:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύφῐλος Medium diacritics: πολύφιλος Low diacritics: πολύφιλος Capitals: ΠΟΛΥΦΙΛΟΣ
Transliteration A: polýphilos Transliteration B: polyphilos Transliteration C: polyfilos Beta Code: polu/filos

English (LSJ)

ον, having many friends, dear to many, Pi.P.5.4, Lys.8.7, Arist.EN1170b23, Rh.1372a13, Him. Or.8.6.

German (Pape)

[Seite 676] Vielen befreundet, viele Freunde habend; vom Reichthum; Pind. P. 5, 4; Lys. 8, 7 u. Sp., wie Luc. Tox. 37.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a beaucoup d'amis;
Cp. πολυφιλώτερος.
Étymologie: πολύς, φίλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύφιλος -ον [πολύς, φίλος] met velen bevriend.

Russian (Dvoretsky)

πολύφῐλος: имеющий многих друзей Pind., Lys. etc.

English (Slater)

πολῠφῐλος with many friends πολύφιλον ἑπέταν (sc. πλοῦτον) (P. 5.4)

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύφιλος, -ον, ΝΑ
πολύ αγαπητός, αυτός που έχει πολλούς φίλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + φίλος (πρβλ. ά-φιλος)].

Greek Monotonic

πολύφῐλος: -ον, αγαπητός στους πολλούς, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύφῐλος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς φίλους, πολλοῖς ἀγαπητός, Πινδ. Π. 5. 5, Λυσ. 112. 43, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 10, 1, Πολιτικ. 5. 11, 12, κ. ἀλλ. ― Ἰδὲ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 235.

Middle Liddell

πολύ-φῐλος, ον,
dear to many, Pind.