πριστός: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ή, όν :<br />scié.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[πρίω]]. | |btext=ή, όν :<br />scié.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[πρίω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πριστός -ή -όν [1. πρίω] gezaagd. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πριστός:''' [adj. verb. к [[πρίω]] I]<br /><b class="num">1)</b> [[пиленый]], [[обточенный]] ([[ἐλέφας]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[получившийся от пиления]] (ῥινήματα Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[зазубренный]] ([[κνῆσμα]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''πριστός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που μπορεί να πριονιστεί, να κοπεί, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''πριστός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που μπορεί να πριονιστεί, να κοπεί, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πριστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[πρίω]], κεκομμμένος διὰ πρίονος, πριονιστός, [[ἐλέφας]] Ὀδ. Σ. 196, Τ. 564· πρ. λόγχης, ῥινήματα Εὐρ. Τήλεφ. 26· ἐπὶ κτενός, πρ. ψήστρης [[κνίσμα]] Ἀνθ. Π. 6. 233. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ πριονίσῃ, ἐπὶ μαρμάρου, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 5, 2. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πριστός]], ή, όν verb. adj.]<br />[[sawn]], Od. | |mdlsjtxt=[[πριστός]], ή, όν verb. adj.]<br />[[sawn]], Od. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:35, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, sawn, ἐλέφας Od.18.196, 19.564; π. λόγχης ῥινήματα E.Fr.724; λίθος, of marble, J.AJ8.5.2; of a comb, π. ψήκτρης κνῆσμα AP6.233 (Maec.).
German (Pape)
[Seite 702] adj. verb. von πρίω, gesägt, zerschnitten; ἐλέφας, zerschnittenes od. glatt gefeiltes Elfenbein, Od. 18, 196. 19, 564; ῥινήματα, Eur. bei Plut. de audit. 9; κνῆσμα, Qu. Maec. 6 (VI, 233).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
scié.
Étymologie: adj. verb. de πρίω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πριστός -ή -όν [1. πρίω] gezaagd.
Russian (Dvoretsky)
πριστός: [adj. verb. к πρίω I]
1) пиленый, обточенный (ἐλέφας Hom.);
2) получившийся от пиления (ῥινήματα Eur.);
3) зазубренный (κνῆσμα Anth.).
English (Autenrieth)
(πρίω): sawn, ivory, Od. 18.196 and Od. 19.564.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πριστός, -ή, -όν, ΝΑ
1. κομμένος με πριόνι, πριονιστός, πριονισμένος
2. όμοιος με πριόνι, οδοντωτός, πριονωτός
αρχ.
1. (σχετικά με μάρμαρο) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να πριονίσει
2. φρ. «πριστὸς ἐλέφας» — στιλβωμένο ελεφάντινο οστό, φίλντισι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω «πριονίζω» (για το -σ- βλ. λ. πρίω) + κατάλ. -τός τών ρημ. επιθ.].
Greek Monotonic
πριστός: -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που μπορεί να πριονιστεί, να κοπεί, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
πριστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ πρίω, κεκομμμένος διὰ πρίονος, πριονιστός, ἐλέφας Ὀδ. Σ. 196, Τ. 564· πρ. λόγχης, ῥινήματα Εὐρ. Τήλεφ. 26· ἐπὶ κτενός, πρ. ψήστρης κνίσμα Ἀνθ. Π. 6. 233. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ πριονίσῃ, ἐπὶ μαρμάρου, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 5, 2.