πολύεδρος: Difference between revisions
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ος, ον :<br />à plusieurs sièges <i>ou</i> degrés.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἕδρα]]. | |btext=ος, ον :<br />à plusieurs sièges <i>ou</i> degrés.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἕδρα]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πολύεδρος -ον [πολύς, ἕδρα] met veel zitplaatsen. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολύεδρος:''' [[имеющий много сидений]] (τὸ [[Ὠδεῖον]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''πολύεδρος:''' -ον ([[ἕδρα]]), αυτός που έχει πολλές έδρες, [[πολυεδρικός]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''πολύεδρος:''' -ον ([[ἕδρα]]), αυτός που έχει πολλές έδρες, [[πολυεδρικός]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πολύεδρος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὰς ἕδρας, τὸ ᾠδεῖον πολύεδρον καὶ πολύστυλον Πλουτ. Περικλ. 13. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-εδρος, ον, [[ἕδρα]]<br />polyhedral, Plut. | |mdlsjtxt=[[πολύ]]-εδρος, ον, [[ἕδρα]]<br />polyhedral, Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:45, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, with many seats, Plu. Per.13.
German (Pape)
[Seite 662] vielfitzig, Plut. Pericl. 13; vieleckig, Sp., besonders Mathem.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à plusieurs sièges ou degrés.
Étymologie: πολύς, ἕδρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύεδρος -ον [πολύς, ἕδρα] met veel zitplaatsen.
Russian (Dvoretsky)
πολύεδρος: имеющий много сидений (τὸ Ὠδεῖον Plut.).
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύεδρος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλές έδρες, πολλά καθίσματα (α. «πολύεδρη αίθουσα» β. «τὸ ᾠδεῖον πολύεδρον καὶ πολύστυλον», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το πολύεδρο
α) μαθ. στερεό που περικλείεται από επίπεδα πολύγωνα που ονομάζονται έδρες
θ) βιολ. μικροσκοπικό κρυσταλλικό πρωτεϊνικό σωμάτιο το οποίο περικλείει ιό και περιέχεται στα κύτταρα τών εντόμων που έχουν προσβληθεί από πολυέδρωση
2. φρ. α) «κανονικό πολύεδρο» — πολύεδρο, του οποίου οι έδρες είναι ίσα κανονικά πολύγωνα και όλες οι δίεδρες ή στερεές γωνίες του είναι ίσες
β) «κυρτό πολύεδρο» — πολύεδρο που κάθε έδρα του, όταν προεκταθεί, αφήνει το στερεό προς το ίδιο μέρος της
γ) «ομοιομερές πολύεδρο» — πολύεδρο του οποίου όλες οι στερεές γωνίες έχουν τον ίδιο αριθμό εδρών και όλες οι έδρες του τον ίδιο αριθμό πλευρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -εδρος (< ἕδρα), πρβλ. εύ-εδρος, πρό-εδρος].
Greek Monotonic
πολύεδρος: -ον (ἕδρα), αυτός που έχει πολλές έδρες, πολυεδρικός, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
πολύεδρος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς ἕδρας, τὸ ᾠδεῖον πολύεδρον καὶ πολύστυλον Πλουτ. Περικλ. 13.