σιτοδόκος: Difference between revisions

From LSJ

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />qui reçoit <i>ou</i> contient du blé <i>ou</i> des aliments.<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]], [[δέκομαι]].
|btext=ος, ον :<br />qui reçoit <i>ou</i> contient du blé <i>ou</i> des aliments.<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]], [[δέκομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σῑτοδόκος''': -ον, ὁ περιλαμβάνων, περιέχων τροφήν, [[πήρα]], γαστὴρ Ἀνθ. Π. 6. 95., 11. 60.
|elnltext=σιτοδόκος -ον [σῖτος, δέχομαι] graanopnemend; subst. τὸ σιτοδόκον graanopslagplaats. Hp.
}}
{{elru
|elrutext='''σῑτοδόκος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[принимающий пищу]] ([[γαστήρ]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[содержащий продовольствие]] ([[πήρα]] Anth.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σῑτοδόκος:''' -ον ([[δέχομαι]]), αυτός που περιέχει τρόφιμα ή [[σιτηρά]], σε Ανθ.
|lsmtext='''σῑτοδόκος:''' -ον ([[δέχομαι]]), αυτός που περιέχει τρόφιμα ή [[σιτηρά]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σῑτοδόκος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[принимающий пищу]] ([[γαστήρ]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[содержащий продовольствие]] ([[πήρα]] Anth.).
|lstext='''σῑτοδόκος''': -ον, ὁ περιλαμβάνων, περιέχων τροφήν, [[πήρα]], γαστὴρ Ἀνθ. Π. 6. 95., 11. 60.
}}
{{elnl
|elnltext=σιτοδόκος -ον [σῖτος, δέχομαι] graanopnemend; subst. τὸ σιτοδόκον graanopslagplaats. Hp.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σῑτο-[[δόκος]], ον, [[δέχομαι]]<br />holding [[food]], Anth.
|mdlsjtxt=σῑτο-[[δόκος]], ον, [[δέχομαι]]<br />holding [[food]], Anth.
}}
}}

Revision as of 22:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτοδόκος Medium diacritics: σιτοδόκος Low diacritics: σιτοδόκος Capitals: ΣΙΤΟΔΟΚΟΣ
Transliteration A: sitodókos Transliteration B: sitodokos Transliteration C: sitodokos Beta Code: sitodo/kos

English (LSJ)

ον, A receptive of corn or bread, πήρα, γαστήρ, AP6.95 (Antiphil.), 11.60 (Paul. Sil.); later σῑτο-δόχος (q.v.). II Subst. σιτοδόκος, , keeper of corn, Hp.Epid.4.25.

German (Pape)

[Seite 885] Getreide, Brot oder sonst Nahrung aufnehmend, enthaltend; γαστήρ, Paul. Sil. 40 (XI, 60); πήρα, Antiphil. 4 (VI, 95).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui reçoit ou contient du blé ou des aliments.
Étymologie: σῖτος, δέκομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτοδόκος -ον [σῖτος, δέχομαι] graanopnemend; subst. τὸ σιτοδόκον graanopslagplaats. Hp.

Russian (Dvoretsky)

σῑτοδόκος:
1) принимающий пищу (γαστήρ Anth.);
2) содержащий продовольствие (πήρα Anth.).

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ, και σιτοδόχος, Μ
1. αυτός στον οποίο τοποθετείται σιτάρι («πήραν μέτρου σιτοδόκον», Ανθ. Παλ.)
2. αυτός που δέχεται την τροφήσιτοδόχος γαστήρ», Παύλ. Σιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -δόκος / -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο-δόκος: ξενο-δόχος].

Greek Monotonic

σῑτοδόκος: -ον (δέχομαι), αυτός που περιέχει τρόφιμα ή σιτηρά, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτοδόκος: -ον, ὁ περιλαμβάνων, περιέχων τροφήν, πήρα, γαστὴρ Ἀνθ. Π. 6. 95., 11. 60.

Middle Liddell

σῑτο-δόκος, ον, δέχομαι
holding food, Anth.