σκαφεύς: Difference between revisions
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=έως (ὁ) :<br />celui qui travaille à creuser la terre (laboureur, vigneron, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[σκάπτω]]. | |btext=έως (ὁ) :<br />celui qui travaille à creuser la terre (laboureur, vigneron, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[σκάπτω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σκαφεύς -έως, ὁ [σκάπτω] graver, spitter. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκᾰφεύς:''' έως ὁ землекопатель, т. е. земледелец Eur. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''σκᾰφεύς:''' -έως, ὁ ([[σκάπτω]]), αυτός που σκάβει, [[σκαπανέας]], [[σκαφτιάς]], που διανοίγει ορύγματα ή τάφρους, σε Ευρ. | |lsmtext='''σκᾰφεύς:''' -έως, ὁ ([[σκάπτω]]), αυτός που σκάβει, [[σκαπανέας]], [[σκαφτιάς]], που διανοίγει ορύγματα ή τάφρους, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σκᾰφεύς''': έως, ὁ, ([[σκάπτω]]) ὁ σκάπτων, ἀνασκάπτων, ἀνοίγων τάφρον, Εὐρ. Ἠλ. 252, Ἄρχιππ. ἐν Ἀδήλ. 2· - παρὰ τῷ Ἀλκμᾶνι 59 ὁ Δινδ. γράφει σκάφευς ὡς Δωρ. γεν. τοῦ [[σκάφος]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=σκᾰφεύς, έως, ὁ, [[σκάπτω]]<br />a [[digger]], delver, ditcher, Eur. | |mdlsjtxt=σκᾰφεύς, έως, ὁ, [[σκάπτω]]<br />a [[digger]], delver, ditcher, Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:10, 2 October 2022
English (LSJ)
έως, ὁ, (σκάπτω) A digger, delver, E.El.252, Archipp. 44, BGU1538 (Ptolemaic), Arch.Pap.5.381 (i A.D.). II = σκαφηφόρος, Com.Adesp.1144.
German (Pape)
[Seite 890] ὁ, der Grabende, der Gräber; Eur. El. 252; Phryn. in B. A. 62.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
celui qui travaille à creuser la terre (laboureur, vigneron, etc.).
Étymologie: σκάπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκαφεύς -έως, ὁ [σκάπτω] graver, spitter.
Russian (Dvoretsky)
σκᾰφεύς: έως ὁ землекопатель, т. е. земледелец Eur.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
βλ. σκαφέας.
Greek Monotonic
σκᾰφεύς: -έως, ὁ (σκάπτω), αυτός που σκάβει, σκαπανέας, σκαφτιάς, που διανοίγει ορύγματα ή τάφρους, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰφεύς: έως, ὁ, (σκάπτω) ὁ σκάπτων, ἀνασκάπτων, ἀνοίγων τάφρον, Εὐρ. Ἠλ. 252, Ἄρχιππ. ἐν Ἀδήλ. 2· - παρὰ τῷ Ἀλκμᾶνι 59 ὁ Δινδ. γράφει σκάφευς ὡς Δωρ. γεν. τοῦ σκάφος.