σιτομετρία: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />charge d'inspecteur des mesures pour le blé.<br />'''Étymologie:''' [[σιτομέτρης]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />charge d'inspecteur des mesures pour le blé.<br />'''Étymologie:''' [[σιτομέτρης]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σιτομετρία -ας, ἡ [σιτομέτρης] afgepaste maat graan, graanrantsoen. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σῑτομετρία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[должность ситометра]] Plut.;<br /><b class="num">2)</b> распределение продовольствия, тж. продовольственные пайки Diod. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''σῑτομετρία:''' ἡ, το [[αξίωμα]] του σιτομέτρη ([[σιτομέτρης]]), σε Πλούτ. | |lsmtext='''σῑτομετρία:''' ἡ, το [[αξίωμα]] του σιτομέτρη ([[σιτομέτρης]]), σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σῑτομετρία''': ἡ, τὸ [[ἀξίωμα]] τοῦ σιτομέτρου, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 8. ΙΙ. μεμετρημένη παροχὴ σίτου, μερίδες σίτου, Διόδ. 2. 41, Συλλ. Ἐπιγρ. 4039. 29· οὕτω σῑτομέτριον, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιβ΄, 42· - μετρον, τό, Πλούτ. 2. 313Β. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=σῑτομετρία, ἡ, [from σῑτομέτρης]<br />the [[office]] of [[σιτομέτρης]], Plut. | |mdlsjtxt=σῑτομετρία, ἡ, [from σῑτομέτρης]<br />the [[office]] of [[σιτομέτρης]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:10, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, measured allowance of corn, rations, PCair.Zen. 292.63 (ii B.C.), Plb.1.68.9, Mélanges Glotz 904 (Iasos, ii B.C.), D.S. 2.41, Plu.Cat.Ma.8, OGI533.29 (Ancyra), Polyaen.4.12.1: so σῑτομέτρ-ιον, τό, Ev.Luc.12.42; ἔπαρχος -μετρίου δήμου Ῥωμαίων, = Lat. praefectus annonae, IGRom.3.667 (Patara); σῑτομέτρ-μετρον, τό, Plu.2.313b.
German (Pape)
[Seite 885] ἡ, das Amt, Geschäft des σιτομέτρης, das Zumessen und Vertheilen des Getreides, Plut. Cat. mai. 8; auch das Zugemessene selbst, Proviant, wie das Folgde, D. Sic. 2, 41. 13, 88.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
charge d'inspecteur des mesures pour le blé.
Étymologie: σιτομέτρης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιτομετρία -ας, ἡ [σιτομέτρης] afgepaste maat graan, graanrantsoen.
Russian (Dvoretsky)
σῑτομετρία: ἡ
1) должность ситометра Plut.;
2) распределение продовольствия, тж. продовольственные пайки Diod.
Greek Monolingual
ἡ, Α σιτομέτρης
η μέτρηση και κατανομή σιταριού, ψωμιού και άλλων τροφίμων.
Greek Monotonic
σῑτομετρία: ἡ, το αξίωμα του σιτομέτρη (σιτομέτρης), σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτομετρία: ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ σιτομέτρου, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 8. ΙΙ. μεμετρημένη παροχὴ σίτου, μερίδες σίτου, Διόδ. 2. 41, Συλλ. Ἐπιγρ. 4039. 29· οὕτω σῑτομέτριον, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιβ΄, 42· - μετρον, τό, Πλούτ. 2. 313Β.
Middle Liddell
σῑτομετρία, ἡ, [from σῑτομέτρης]
the office of σιτομέτρης, Plut.