στερνοτυπής: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ής, ές :<br />qu’on fait en se frappant la poitrine.<br />'''Étymologie:''' [[στέρνον]], [[τύπτω]]. | |btext=ής, ές :<br />qu’on fait en se frappant la poitrine.<br />'''Étymologie:''' [[στέρνον]], [[τύπτω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=στερνοτυπής -ές [στέρνον, τύπτω] voortgebracht door het slaan op de borst:. κτύπος het gedreun Eur. Suppl. 604. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στερνοτῠπής:''' [[издаваемый ударами в грудь]] ([[κτύπος]] Eur.; [[πάταγος]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''στερνοτῠπής:''' -ές ([[τύπτω]]), αυτός που ανήκει ή προέρχεται από το στηθοκόπημα, από τα χτυπήματα που δίνει [[κάποιος]] στο [[στήθος]] του για να εκφράσει τη [[θλίψη]] και την [[οδύνη]] του, σε Ευρ., Ανθ. | |lsmtext='''στερνοτῠπής:''' -ές ([[τύπτω]]), αυτός που ανήκει ή προέρχεται από το στηθοκόπημα, από τα χτυπήματα που δίνει [[κάποιος]] στο [[στήθος]] του για να εκφράσει τη [[θλίψη]] και την [[οδύνη]] του, σε Ευρ., Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''στερνοτῠπής''': -ές, ([[τύπτω]]) ὁ ἀνήκων εἰς τυπτόμενα στήθη ἢ ἐξ αὐτῶν προερχόμενος, [[κτύπος]] Εὐρ. Ἱκέτ. 604· [[πάταγος]] στ. Ἀνθ. Π. 7. 711· πρβλ. [[στέρνον]] Ι. 1. - Παρ’ Ἡσυχ. στερνοτύπτης. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 266. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=στερνο-τῠπής, ές [[τύπτω]]<br />of or from [[beaten]] breasts, Eur., Anth. | |mdlsjtxt=στερνο-τῠπής, ές [[τύπτω]]<br />of or from [[beaten]] breasts, Eur., Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:10, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, of or from beaten breasts, κτύπος E.Supp.604 (lyr.); σ. πάταγος AP7.711 (Antip.); cf. στέρνον 1.1.
German (Pape)
[Seite 938] ές, ἰάλεμος, Klagegeschrei, wobei man sich die Brust schlägt; κτύποι, Eur. Suppl 604; πάταγος, Antp. Sid. 98 (VII, 711).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qu’on fait en se frappant la poitrine.
Étymologie: στέρνον, τύπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στερνοτυπής -ές [στέρνον, τύπτω] voortgebracht door het slaan op de borst:. κτύπος het gedreun Eur. Suppl. 604.
Russian (Dvoretsky)
στερνοτῠπής: издаваемый ударами в грудь (κτύπος Eur.; πάταγος Anth.).
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην στενοτυπία («πάταγος στερνοτυπής», Αντίπ. Θεσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνον + -τυπής (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. μηρο-τυπής].
Greek Monotonic
στερνοτῠπής: -ές (τύπτω), αυτός που ανήκει ή προέρχεται από το στηθοκόπημα, από τα χτυπήματα που δίνει κάποιος στο στήθος του για να εκφράσει τη θλίψη και την οδύνη του, σε Ευρ., Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
στερνοτῠπής: -ές, (τύπτω) ὁ ἀνήκων εἰς τυπτόμενα στήθη ἢ ἐξ αὐτῶν προερχόμενος, κτύπος Εὐρ. Ἱκέτ. 604· πάταγος στ. Ἀνθ. Π. 7. 711· πρβλ. στέρνον Ι. 1. - Παρ’ Ἡσυχ. στερνοτύπτης. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 266.
Middle Liddell
στερνο-τῠπής, ές τύπτω
of or from beaten breasts, Eur., Anth.