πώρινος: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=η, ον :<br />de tuf : [[πώρινος]] [[λίθος]] HDT pierre de l'espèce du tuf.<br />'''Étymologie:''' [[πῶρος]].
|btext=η, ον :<br />de tuf : [[πώρινος]] [[λίθος]] HDT pierre de l'espèce du tuf.<br />'''Étymologie:''' [[πῶρος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πώρῐνος''': -η, -ον, ἴδε [[πῶρος]] Ι.
|elnltext=πώρινος λίθος, ὁ [πῶρος] tufsteen.
}}
{{elru
|elrutext='''πώρῐνος:''' [[туфовый]]: π. [[λίθος]] Her. известковый туф.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πώρῐνος:''' -η, -ον, βλ. [[πῶρος]].
|lsmtext='''πώρῐνος:''' -η, -ον, βλ. [[πῶρος]].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πώρῐνος:''' [[туфовый]]: π. [[λίθος]] Her. известковый туф.
|lstext='''πώρῐνος''': -η, -ον, ἴδε [[πῶρος]] Ι.
}}
{{elnl
|elnltext=πώρινος λίθος, ὁ [πῶρος] tufsteen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πώρῐνος, η, ον [v. [[πῶρος]].]
|mdlsjtxt=πώρῐνος, η, ον [v. [[πῶρος]].]
}}
}}

Revision as of 22:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πώρῐνος Medium diacritics: πώρινος Low diacritics: πώρινος Capitals: ΠΩΡΙΝΟΣ
Transliteration A: pṓrinos Transliteration B: pōrinos Transliteration C: porinos Beta Code: pw/rinos

English (LSJ)

λίθος,= πῶρος 1, Hdt.5.62, Ar.Fr.510 (pl.), Paus.6.19.1; λατόμια . . π. SIG1182.12 (Ephesus, iii B.C.); λιθουργοῖς τῶν π. IG12.336.10.

German (Pape)

[Seite 828] von Tuffstein; λίθος πώρινος, Tuffstein, Her. 5, 62; Ar. bei Poll. 10, 173.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de tuf : πώρινος λίθος HDT pierre de l'espèce du tuf.
Étymologie: πῶρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πώρινος λίθος, ὁ [πῶρος] tufsteen.

Russian (Dvoretsky)

πώρῐνος: туфовый: π. λίθος Her. известковый туф.

Greek Monolingual

-η, -ο / πώρινος, -η, -ον, ΝΑ
κατασκευασμένος από πωρόλιθο («πώρινο άγαλμα»)
αρχ.
φρ. α) «πώρινος λίθος» — πωρόλιθος
β) «λατομίον πώρινον» ή απλώς «πώρινον» — λατομείο πωρόλιθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῶρος «πέτρα, πωρόλιθος» + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].

Greek Monotonic

πώρῐνος: -η, -ον, βλ. πῶρος.

Greek (Liddell-Scott)

πώρῐνος: -η, -ον, ἴδε πῶρος Ι.

Middle Liddell

πώρῐνος, η, ον [v. πῶρος.]