συγκατοικτίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=déplorer ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατά]], [[οἰκτίζω]].
|btext=déplorer ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατά]], [[οἰκτίζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συγκατοικτίζομαι''': Μεσ., κατοικτίζομαι, θρηνολογῶ [[ὁμοῦ]], Σοφ. Τρ. 535.
|elnltext=συγκατοικτίζομαι [σύν, κατοικτίζω] samen bejammeren.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκατοικτίζομαι:''' [[совместно сетовать]], [[оплакивать]] (τὰ δ᾽ [[οἷα]] [[πάσχω]] Soph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''συγκατοικτίζομαι:''' Αττ. μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>, Μέσ., [[θρηνώ]] μαζί, από κοινού, σε Θουκ.
|lsmtext='''συγκατοικτίζομαι:''' Αττ. μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>, Μέσ., [[θρηνώ]] μαζί, από κοινού, σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συγκατοικτίζομαι:''' [[совместно сетовать]], [[оплакивать]] (τὰ δ᾽ [[οἷα]] [[πάσχω]] Soph.).
|lstext='''συγκατοικτίζομαι''': Μεσ., κατοικτίζομαι, θρηνολογῶ [[ὁμοῦ]], Σοφ. Τρ. 535.
}}
{{elnl
|elnltext=συγκατοικτίζομαι [σύν, κατοικτίζω] samen bejammeren.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. [[attic]] -ιοῦμαι<br />Mid. to [[lament]] with or [[together]], Soph.
|mdlsjtxt=fut. [[attic]] -ιοῦμαι<br />Mid. to [[lament]] with or [[together]], Soph.
}}
}}

Revision as of 22:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατοικτίζομαι Medium diacritics: συγκατοικτίζομαι Low diacritics: συγκατοικτίζομαι Capitals: ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: synkatoiktízomai Transliteration B: synkatoiktizomai Transliteration C: sygkatoiktizomai Beta Code: sugkatoikti/zomai

English (LSJ)

Med., fut. -ιοῦμαι, lament with or together, S. Tr.535.

French (Bailly abrégé)

déplorer ensemble.
Étymologie: σύν, κατά, οἰκτίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκατοικτίζομαι [σύν, κατοικτίζω] samen bejammeren.

Russian (Dvoretsky)

συγκατοικτίζομαι: совместно сетовать, оплакивать (τὰ δ᾽ οἷα πάσχω Soph.).

Greek Monolingual

Α
θρηνολογώ μαζί με άλλον ή με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατοικτίζομαι «θρηνώ για τον εαυτό μου»].

Greek Monotonic

συγκατοικτίζομαι: Αττ. μέλ. -ιοῦμαι, Μέσ., θρηνώ μαζί, από κοινού, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατοικτίζομαι: Μεσ., κατοικτίζομαι, θρηνολογῶ ὁμοῦ, Σοφ. Τρ. 535.

Middle Liddell

fut. attic -ιοῦμαι
Mid. to lament with or together, Soph.