συγκοινόομαι: Difference between revisions

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-οῦμαι;<br />faire part de, communiquer : [[τί]] τινι qch à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[σύγκοινος]].
|btext=-οῦμαι;<br />faire part de, communiquer : [[τί]] τινι qch à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[σύγκοινος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συγκοινόομαι''': Μέσ., κοινοποιῶ, κοινολογῶ, ἀνακοινῶ τινι τι Θουκ. 8. 75.
|elnltext=συγ-κοινόομαι, Att. ook ξυγκοινόομαι delen (met), verbinden (met), met acc. en dat.. τὰ ἀποβησόμενα ἐκ τῶν κινδυνων ξυνεκοινώσαντο οἱ στρατιῶται τοῖς Σαμίοις de soldaten verbonden hun lot wat betreft de toekomstige afloop van het gevaar aan dat van de Samiërs Thuc. 8.75.3.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκοινόομαι:''' [[сообщать]] (τί τινι Thuc.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκοινόομαι:''' μέλ. <i>-ώσομαι</i>, Μέσ., [[κοινοποιώ]], [[κοινολογώ]], [[ανακοινώνω]], <i>τίτινι</i>, σε Θουκ.
|lsmtext='''συγκοινόομαι:''' μέλ. <i>-ώσομαι</i>, Μέσ., [[κοινοποιώ]], [[κοινολογώ]], [[ανακοινώνω]], <i>τίτινι</i>, σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συγκοινόομαι:''' [[сообщать]] (τί τινι Thuc.).
|lstext='''συγκοινόομαι''': Μέσ., κοινοποιῶ, κοινολογῶ, ἀνακοινῶ τινι τι Θουκ. 8. 75.
}}
{{elnl
|elnltext=συγ-κοινόομαι, Att. ook ξυγκοινόομαι delen (met), verbinden (met), met acc. en dat.. τὰ ἀποβησόμενα ἐκ τῶν κινδυνων ξυνεκοινώσαντο οἱ στρατιῶται τοῖς Σαμίοις de soldaten verbonden hun lot wat betreft de toekomstige afloop van het gevaar aan dat van de Samiërs Thuc. 8.75.3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ώσομαι<br />Mid. to [[communicate]], [[impart]], τί τινι Thuc.
|mdlsjtxt=fut. ώσομαι<br />Mid. to [[communicate]], [[impart]], τί τινι Thuc.
}}
}}

Revision as of 22:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκοινόομαι Medium diacritics: συγκοινόομαι Low diacritics: συγκοινόομαι Capitals: ΣΥΓΚΟΙΝΟΟΜΑΙ
Transliteration A: synkoinóomai Transliteration B: synkoinoomai Transliteration C: sygkoinoomai Beta Code: sugkoino/omai

English (LSJ)

Med., A communicate, impart, τινί τι Th.8.75 (v.l. -νωνήσαντο). 2 in Pass., to be fastened firmly to, c. dat., Hero Aut.13.9:—Pass. also, -ωμένα let in, sunk, Id.Bel.76.6.

German (Pape)

[Seite 968] dep. med., mittheilen, ξυνεκοινώσαντο τὰ ἀποβησόμενα τοῖς Σαμίοις, Thuc. 8, 75.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
faire part de, communiquer : τί τινι qch à qqn.
Étymologie: σύγκοινος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κοινόομαι, Att. ook ξυγκοινόομαι delen (met), verbinden (met), met acc. en dat.. τὰ ἀποβησόμενα ἐκ τῶν κινδυνων ξυνεκοινώσαντο οἱ στρατιῶται τοῖς Σαμίοις de soldaten verbonden hun lot wat betreft de toekomstige afloop van het gevaar aan dat van de Samiërs Thuc. 8.75.3.

Russian (Dvoretsky)

συγκοινόομαι: сообщать (τί τινι Thuc.).

Greek Monotonic

συγκοινόομαι: μέλ. -ώσομαι, Μέσ., κοινοποιώ, κοινολογώ, ανακοινώνω, τίτινι, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκοινόομαι: Μέσ., κοινοποιῶ, κοινολογῶ, ἀνακοινῶ τινι τι Θουκ. 8. 75.

Middle Liddell

fut. ώσομαι
Mid. to communicate, impart, τί τινι Thuc.