συνοργίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=<i>f.</i> συνοργισθήσομαι, <i>réc.</i> συνοργιοῦμαι, <i>ao.</i> συνωργίσθην;<br />s'associer à la colère <i>ou</i> à l'indignation de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], ὀργίζομαι.
|btext=<i>f.</i> συνοργισθήσομαι, <i>réc.</i> συνοργιοῦμαι, <i>ao.</i> συνωργίσθην;<br />s'associer à la colère <i>ou</i> à l'indignation de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], ὀργίζομαι.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνοργίζομαι''': μέλλ. -ισθήσομαι, Δημ. 547. 6, -ιοῦμαι Λιβάν.· ἀόρ. συνωργίσθην· ἀποθετ. Ὀργίζομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι, μετά τινος, Ἰσοκρ. 78Ε, Δημ. 516. 7, ἔνθ’ ἀνωτ., Πλούτ. 2. 63C· καὶ γὰρ τᾷ Δάματρι συνωργίσθη [[Διόνυσος]] Καλλ. εἰς Δήμητρ. 72, κλπ.
|elnltext=συνοργίζομαι [σύν, ὀργίζομαι] zich mede boos maken op, met dat.
}}
{{elru
|elrutext='''συνοργίζομαι:''' (fut. συνοργισθήσομαι, aor. συνωργίσθην) вместе сердиться Dem., Plut.: συνοργισθῆναι τοῖς ἀδικηθεῖσιν Isocr. разделить гнев обиженных.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''συνοργίζομαι:''' αόρ. αʹ <i>-ωργίσθην</i>, αποθ., οργίζομαι, [[θυμώνω]] από κοινού με, <i>τινι</i>, σε Ισοκρ., Δημ. κ.λπ.
|lsmtext='''συνοργίζομαι:''' αόρ. αʹ <i>-ωργίσθην</i>, αποθ., οργίζομαι, [[θυμώνω]] από κοινού με, <i>τινι</i>, σε Ισοκρ., Δημ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνοργίζομαι:''' (fut. συνοργισθήσομαι, aor. συνωργίσθην) вместе сердиться Dem., Plut.: συνοργισθῆναι τοῖς ἀδικηθεῖσιν Isocr. разделить гнев обиженных.
|lstext='''συνοργίζομαι''': μέλλ. -ισθήσομαι, Δημ. 547. 6, -ιοῦμαι Λιβάν.· ἀόρ. συνωργίσθην· ἀποθετ. Ὀργίζομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι, μετά τινος, Ἰσοκρ. 78Ε, Δημ. 516. 7, ἔνθ’ ἀνωτ., Πλούτ. 2. 63C· καὶ γὰρ τᾷ Δάματρι συνωργίσθη [[Διόνυσος]] Καλλ. εἰς Δήμητρ. 72, κλπ.
}}
{{elnl
|elnltext=συνοργίζομαι [σύν, ὀργίζομαι] zich mede boos maken op, met dat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=aor1 -ωργίσθην<br />Dep.:— to be [[angry]] [[together]] with, τινι Isocr., Dem., etc.
|mdlsjtxt=aor1 -ωργίσθην<br />Dep.:— to be [[angry]] [[together]] with, τινι Isocr., Dem., etc.
}}
}}

Revision as of 22:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοργίζομαι Medium diacritics: συνοργίζομαι Low diacritics: συνοργίζομαι Capitals: ΣΥΝΟΡΓΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: synorgízomai Transliteration B: synorgizomai Transliteration C: synorgizomai Beta Code: sunorgi/zomai

English (LSJ)

fut. -ισθήσομαι D.21.100, -ιοῦμαι Lib.Or.42.29: aor. συνωργίσθην D.21.6:—to be angry together, τοῖς ἀδικηθεῖσιν Isoc. 4.181, cf. Plu.2.490c: abs., D.21.6, Plu.2.63c, Marin.Procl.20; meet anger with anger, Phld.Ir.p.34 W.

French (Bailly abrégé)

f. συνοργισθήσομαι, réc. συνοργιοῦμαι, ao. συνωργίσθην;
s'associer à la colère ou à l'indignation de, τινι.
Étymologie: σύν, ὀργίζομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνοργίζομαι [σύν, ὀργίζομαι] zich mede boos maken op, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συνοργίζομαι: (fut. συνοργισθήσομαι, aor. συνωργίσθην) вместе сердиться Dem., Plut.: συνοργισθῆναι τοῖς ἀδικηθεῖσιν Isocr. разделить гнев обиженных.

Greek Monolingual

A
οργίζομαι μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὀργίζομαι (< ὀργή)].

Greek Monotonic

συνοργίζομαι: αόρ. αʹ -ωργίσθην, αποθ., οργίζομαι, θυμώνω από κοινού με, τινι, σε Ισοκρ., Δημ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

συνοργίζομαι: μέλλ. -ισθήσομαι, Δημ. 547. 6, -ιοῦμαι Λιβάν.· ἀόρ. συνωργίσθην· ἀποθετ. Ὀργίζομαι ὁμοῦ μετά τινος, τινι, μετά τινος, Ἰσοκρ. 78Ε, Δημ. 516. 7, ἔνθ’ ἀνωτ., Πλούτ. 2. 63C· καὶ γὰρ τᾷ Δάματρι συνωργίσθη Διόνυσος Καλλ. εἰς Δήμητρ. 72, κλπ.

Middle Liddell

aor1 -ωργίσθην
Dep.:— to be angry together with, τινι Isocr., Dem., etc.