τυμβήρης: Difference between revisions
Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> enseveli;<br /><b>2</b> sépulcral, funéraire.<br />'''Étymologie:''' [[τύμβος]], ἄρω. | |btext=ης, ες:<br /><b>1</b> enseveli;<br /><b>2</b> sépulcral, funéraire.<br />'''Étymologie:''' [[τύμβος]], ἄρω. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=τυμβήρης -ες [τύμβος] graf-:. ἐν τυμβήρῃ θαλάμῳ in een grafkamer Soph. Ant. 947. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τυμβήρης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[положенный в могилу]], [[погребенный]] Soph.;<br /><b class="num">2)</b> [[намогильный]] ([[ἕδρα]] Arph.);<br /><b class="num">3)</b> [[служащий могилой]] ([[θάλαμος]] Soph.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 22: | Line 25: | ||
|lsmtext='''τυμβήρης:''' -ες,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται μέσα σε τάφο, θαμμένος, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> όμοιος με τάφο, [[νεκρικός]], στον ίδ. | |lsmtext='''τυμβήρης:''' -ες,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται μέσα σε τάφο, θαμμένος, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> όμοιος με τάφο, [[νεκρικός]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''τυμβήρης''': -ες, ἐντὸς τάφου ὤν, τεθαμμένος, Σοφ. Ἀντ. 255. ΙΙ. [[ὅμοιος]] τύμβῳ, [[νεκρικός]], [[θάλαμος]] [[αὐτόθι]] 947· ἕδραι ὁ αὐτ. ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 889. (Ἴδε -[[ήρης]]). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 22:40, 2 October 2022
English (LSJ)
ες,
A entombed, buried, ib. 255.
II grave-like, sepulchral, θάλαμος ib.947 (lyr.); ἕδρα Ar.Th. 889 ( = Trag.Adesp.65). (v. -ήρης.)
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
1 enseveli;
2 sépulcral, funéraire.
Étymologie: τύμβος, ἄρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυμβήρης -ες [τύμβος] graf-:. ἐν τυμβήρῃ θαλάμῳ in een grafkamer Soph. Ant. 947.
Russian (Dvoretsky)
τυμβήρης:
1) положенный в могилу, погребенный Soph.;
2) намогильный (ἕδρα Arph.);
3) служащий могилой (θάλαμος Soph.).
Greek Monolingual
-ῆρες, ΜΑ
ενταφιασμένος
αρχ.
όμοιος με τύμβο, με τάφο («τάσδε τυμβήρεις ἕδρας», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + κατάλ. -ήρης (Ι) (πρβλ. φρεν-ήρης)].
Greek Monotonic
τυμβήρης: -ες,
I. αυτός που βρίσκεται μέσα σε τάφο, θαμμένος, σε Σοφ.
II. όμοιος με τάφο, νεκρικός, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
τυμβήρης: -ες, ἐντὸς τάφου ὤν, τεθαμμένος, Σοφ. Ἀντ. 255. ΙΙ. ὅμοιος τύμβῳ, νεκρικός, θάλαμος αὐτόθι 947· ἕδραι ὁ αὐτ. ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 889. (Ἴδε -ήρης).
Middle Liddell
τυμβ-ήρης, ες
I. entombed, Soph.
II. grave-like, sepulchral, Soph.