τρικόρυθος: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[τρίκορυς]].
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[τρίκορυς]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τρῐκόρῠθος''': -ον, = [[τρίκορυς]], [[τρικόρυθος]] [[Αἴας]] Εὐρ. Ὀρέστ. 1480.
|elnltext=τρικόρυθος -ον [τρι -, κόρυς] met een helm met drie lagen.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐκόρῠθος:''' Eur. = [[τρίκορυς]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''τρῐκόρῠθος:''' -ον και τρί-κορυς, -ῠθος, ὁ, αυτός που έχει [[περικεφαλαία]] με τριπλό [[λοφίο]], σε Ευρ.
|lsmtext='''τρῐκόρῠθος:''' -ον και τρί-κορυς, -ῠθος, ὁ, αυτός που έχει [[περικεφαλαία]] με τριπλό [[λοφίο]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τρῐκόρῠθος:''' Eur. = [[τρίκορυς]].
|lstext='''τρῐκόρῠθος''': -ον, = [[τρίκορυς]], [[τρικόρυθος]] [[Αἴας]] Εὐρ. Ὀρέστ. 1480.
}}
{{elnl
|elnltext=τρικόρυθος -ον [τρι -, κόρυς] met een helm met drie lagen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρῐ-κόρῠθος, ον; ανδ τρί-κορυς, ῠθος, ὁ,<br />with [[triple]] [[plume]], Eur.
|mdlsjtxt=τρῐ-κόρῠθος, ον; ανδ τρί-κορυς, ῠθος, ὁ,<br />with [[triple]] [[plume]], Eur.
}}
}}

Revision as of 22:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρικόρῠθος Medium diacritics: τρικόρυθος Low diacritics: τρικόρυθος Capitals: ΤΡΙΚΟΡΥΘΟΣ
Transliteration A: trikórythos Transliteration B: trikorythos Transliteration C: trikorythos Beta Code: triko/ruqos

English (LSJ)

ον, = τρίκορυς (with triple plume), Αἴας E. Or. 1480 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. τρίκορυς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρικόρυθος -ον [τρι -, κόρυς] met een helm met drie lagen.

Russian (Dvoretsky)

τρῐκόρῠθος: Eur. = τρίκορυς.

Greek Monolingual

-ον, Α
τρίκορυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κόρυθος (< κόρυς, -υθος «κεφάλι, περικεφαλαία»), πρβλ. εὐκόρυθος.

Greek Monotonic

τρῐκόρῠθος: -ον και τρί-κορυς, -ῠθος, ὁ, αυτός που έχει περικεφαλαία με τριπλό λοφίο, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐκόρῠθος: -ον, = τρίκορυς, τρικόρυθος Αἴας Εὐρ. Ὀρέστ. 1480.

Middle Liddell

τρῐ-κόρῠθος, ον; ανδ τρί-κορυς, ῠθος, ὁ,
with triple plume, Eur.