συνομαρτέω: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=-ῶ :<br />accompagner.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὁμαρτέω]].
|btext=-ῶ :<br />accompagner.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὁμαρτέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνομαρτέω''': συνακολουθῶ, τινι Σόλων 5. 55· συγγενέσι τε καὶ φίλοισι ξυνομαρτέουσα Περικτυόνη παρὰ Στοβ. 488. 56· ἀπολ., ξὺν δ’ ὁμαρτοῦσιν φίλοι Εὐρ. Ὀρ. 950.
|elnltext=συνομαρτέω [σύν, ὁμαρτέω] begeleiden, met dat.; abs.
}}
{{elru
|elrutext='''συνομαρτέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сопровождать]] (σὺν᾽ δ᾽ ὁμαρτοῦσιν φίλοι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[следовать]]: σ. τινι Plut. следовать за чем-л.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνομαρτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ακολουθώ]] από κοινού, [[παρακολουθώ]], <i>τινί</i>, σε Σόλωνα· απόλ., σε Ευρ.
|lsmtext='''συνομαρτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ακολουθώ]] από κοινού, [[παρακολουθώ]], <i>τινί</i>, σε Σόλωνα· απόλ., σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνομαρτέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сопровождать]] (σὺν᾽ δ᾽ ὁμαρτοῦσιν φίλοι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[следовать]]: σ. τινι Plut. следовать за чем-л.
|lstext='''συνομαρτέω''': συνακολουθῶ, τινι Σόλων 5. 55· συγγενέσι τε καὶ φίλοισι ξυνομαρτέουσα Περικτυόνη παρὰ Στοβ. 488. 56· ἀπολ., ξὺν δ’ ὁμαρτοῦσιν φίλοι Εὐρ. Ὀρ. 950.
}}
{{elnl
|elnltext=συνομαρτέω [σύν, ὁμαρτέω] begeleiden, met dat.; abs.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[follow]] [[along]] with, [[attend]] on, τινί [[Solon]].; absol., Eur.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[follow]] [[along]] with, [[attend]] on, τινί [[Solon]].; absol., Eur.
}}
}}

Revision as of 22:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνομαρτέω Medium diacritics: συνομαρτέω Low diacritics: συνομαρτέω Capitals: ΣΥΝΟΜΑΡΤΕΩ
Transliteration A: synomartéō Transliteration B: synomarteō Transliteration C: synomarteo Beta Code: sunomarte/w

English (LSJ)

follow along with, attend on, τινι Sol.13.55, Perict. ap. Stob.4.28.19, Aret.SD1.9, Jul.Or.7.210a: abs., σὺν δ' ὁμαρτοῦσιν φίλοι E.Or.950.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
accompagner.
Étymologie: σύν, ὁμαρτέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνομαρτέω [σύν, ὁμαρτέω] begeleiden, met dat.; abs.

Russian (Dvoretsky)

συνομαρτέω:
1) сопровождать (σὺν᾽ δ᾽ ὁμαρτοῦσιν φίλοι Eur.);
2) следовать: σ. τινι Plut. следовать за чем-л.

Greek Monotonic

συνομαρτέω: μέλ. -ήσω, ακολουθώ από κοινού, παρακολουθώ, τινί, σε Σόλωνα· απόλ., σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

συνομαρτέω: συνακολουθῶ, τινι Σόλων 5. 55· συγγενέσι τε καὶ φίλοισι ξυνομαρτέουσα Περικτυόνη παρὰ Στοβ. 488. 56· ἀπολ., ξὺν δ’ ὁμαρτοῦσιν φίλοι Εὐρ. Ὀρ. 950.

Middle Liddell

fut. ήσω
to follow along with, attend on, τινί Solon.; absol., Eur.