τρίφυλος: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />qui se compose de trois tribus.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[φυλή]].
|btext=ος, ον :<br />qui se compose de trois tribus.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[φυλή]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τρίφῡλος''': -ον, ὁ ἐκ τριῶν φυλῶν, [[πόλις]] Διον. Ἁλ. 4. 14· τριφύλους ποιέειν τινάς, διαιρεῖν αὐτοὺς εἰς [[τρεῖς]] φυλάς, Ἡρόδ. 4. 161.
|elnltext=τρίφυλος -ον [τρι-, φυλή] uit drie stammen bestaand.
}}
{{elru
|elrutext='''τρίφῡλος:''' [[состоящий из трех фил]]: τριφύλους ποιέειν τινάς Her. делить кого-л. на три филы.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''τρίφῡλος:''' [ῐ], -ον ([[φυλή]]), αυτός που προέρχεται από [[τρεις]] φυλές, <i>τριφύλους ποιέειν</i>, να τους διαιρέσεις σε [[τρεις]] φυλές, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''τρίφῡλος:''' [ῐ], -ον ([[φυλή]]), αυτός που προέρχεται από [[τρεις]] φυλές, <i>τριφύλους ποιέειν</i>, να τους διαιρέσεις σε [[τρεις]] φυλές, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τρίφῡλος:''' [[состоящий из трех фил]]: τριφύλους ποιέειν τινάς Her. делить кого-л. на три филы.
|lstext='''τρίφῡλος''': -ον, ὁ ἐκ τριῶν φυλῶν, [[πόλις]] Διον. Ἁλ. 4. 14· τριφύλους ποιέειν τινάς, διαιρεῖν αὐτοὺς εἰς [[τρεῖς]] φυλάς, Ἡρόδ. 4. 161.
}}
{{elnl
|elnltext=τρίφυλος -ον [τρι-, φυλή] uit drie stammen bestaand.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρί-φῡλος, ον, [[φυλή]]<br />of [[three]] tribes, τριφύλους ποιέειν to [[divide]] [[into]] [[three]] tribes, Hdt.
|mdlsjtxt=τρί-φῡλος, ον, [[φυλή]]<br />of [[three]] tribes, τριφύλους ποιέειν to [[divide]] [[into]] [[three]] tribes, Hdt.
}}
}}

Revision as of 22:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίφῡλος Medium diacritics: τρίφυλος Low diacritics: τρίφυλος Capitals: ΤΡΙΦΥΛΟΣ
Transliteration A: tríphylos Transliteration B: triphylos Transliteration C: trifylos Beta Code: tri/fulos

English (LSJ)

[ῐ], ον, of three tribes, πόλις D.H.4.14; τριφύλους ποιῆσαί τινας divide them into three tribes, Hdt.4.161.

German (Pape)

[Seite 1149] von drei Zünften, Stämmen, aus so vielen bestehend; τριφύλους ποιεῖν, in drei φυλαί theilen, Her. 4, 161; D. Hal. 4, 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se compose de trois tribus.
Étymologie: τρεῖς, φυλή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίφυλος -ον [τρι-, φυλή] uit drie stammen bestaand.

Russian (Dvoretsky)

τρίφῡλος: состоящий из трех фил: τριφύλους ποιέειν τινάς Her. делить кого-л. на три филы.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αποτελείται από τρία φύλα, που έχει τρεις φυλές («πόλις τρίφυλος», Δίον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -φυλος (< φυλή), πρβλ. ἀλλό-φυλος].

Greek Monotonic

τρίφῡλος: [ῐ], -ον (φυλή), αυτός που προέρχεται από τρεις φυλές, τριφύλους ποιέειν, να τους διαιρέσεις σε τρεις φυλές, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

τρίφῡλος: -ον, ὁ ἐκ τριῶν φυλῶν, πόλις Διον. Ἁλ. 4. 14· τριφύλους ποιέειν τινάς, διαιρεῖν αὐτοὺς εἰς τρεῖς φυλάς, Ἡρόδ. 4. 161.

Middle Liddell

τρί-φῡλος, ον, φυλή
of three tribes, τριφύλους ποιέειν to divide into three tribes, Hdt.