τρύχνος: Difference between revisions
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
(42) |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=τρύχνος | |||
|Medium diacritics=τρύχνος | |||
|Low diacritics=τρύχνος | |||
|Capitals=ΤΡΥΧΝΟΣ | |||
|Transliteration A=trýchnos | |||
|Transliteration B=trychnos | |||
|Transliteration C=trychnos | |||
|Beta Code=tru/xnos | |||
|Definition=ἡ, = [[τρύχνον]]. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1157.png Seite 1157]] ὁ, = [[στρύχνος]], nach Phot. ἡ [[τρύχνος]], das Kraut; er führt aus einem Com. μουσικώτερος τρύχνου an, was er auf ein Sprichwort ἁπαλώτερος τρύχνου bezieht. – Bei Theocr. 10, 37 steht ἁ φωνὰ δὲ τρύχνα. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1157.png Seite 1157]] ὁ, = [[στρύχνος]], nach Phot. ἡ [[τρύχνος]], das Kraut; er führt aus einem Com. μουσικώτερος τρύχνου an, was er auf ein Sprichwort ἁπαλώτερος τρύχνου bezieht. – Bei Theocr. 10, 37 steht ἁ φωνὰ δὲ τρύχνα. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=τρύχνος -ου, ἡ [~ στρύχνον] nachtschade (plant; bet. onzeker). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρύχνος:''' или 2 предполож. нежный, певучий (ἁ [[φωνά]] Theocr.). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[στρύχνος]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρύχνος:''' ἡ, νυχτερινή [[σκιά]], ως [[σύμβολο]] της γλυκιάς λησμονιάς, σε Θεόκρ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρύχνος''': ἡ, = [[στρύχνος]], «σὺν τῷ σ δὲ [[στρύχνον]] [[οὐδαμοῦ]] [[εὗρον]]» Φώτ. ἐν λέξ. τρύχνον, Ἐτυμολ. Μέγ. 771, 32· ἐν χρήσει ὡς [[σύμβολον]] ἡδύτητος, μουσικώτερος τρύχνου Κωμικ. Ἀνώνυμ. 235· ἀ φωνὰ δὲ [[τρύχνος]], «[[ἤγουν]] ἡ [[φωνή]] σου δὲ μαλακὴ ἐοικυῖα τρύχνῳ. [[τρύχνος]] δὲ καὶ τρύχνη [[εἶδος]] λαχάνου, ἡ κοινῶς λεγομένη ἀγριομελιτζάνα, ἱκανῶς μαλακοῦ· καὶ λέγεται [[στρύχνος]], ὁ δὲ Θεόκριτος ἐξέβαλε τὸ σ διὰ τὸ [[μέτρον]], τρύχνον εἰπὼν» (Σχόλ.), Θεόκρ. 10. 37 (διάφ. γραφ. τρύχνα. οὕτω δὲ καὶ ὁ Σχολ.). | |lstext='''τρύχνος''': ἡ, = [[στρύχνος]], «σὺν τῷ σ δὲ [[στρύχνον]] [[οὐδαμοῦ]] [[εὗρον]]» Φώτ. ἐν λέξ. τρύχνον, Ἐτυμολ. Μέγ. 771, 32· ἐν χρήσει ὡς [[σύμβολον]] ἡδύτητος, μουσικώτερος τρύχνου Κωμικ. Ἀνώνυμ. 235· ἀ φωνὰ δὲ [[τρύχνος]], «[[ἤγουν]] ἡ [[φωνή]] σου δὲ μαλακὴ ἐοικυῖα τρύχνῳ. [[τρύχνος]] δὲ καὶ τρύχνη [[εἶδος]] λαχάνου, ἡ κοινῶς λεγομένη ἀγριομελιτζάνα, ἱκανῶς μαλακοῦ· καὶ λέγεται [[στρύχνος]], ὁ δὲ Θεόκριτος ἐξέβαλε τὸ σ διὰ τὸ [[μέτρον]], τρύχνον εἰπὼν» (Σχόλ.), Θεόκρ. 10. 37 (διάφ. γραφ. τρύχνα. οὕτω δὲ καὶ ὁ Σχολ.). | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[τρύχνος]], ἡ,<br />nightshade, used as a [[symbol]] of [[sweet]] [[forgetfulness]], Theocr. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:40, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, = τρύχνον.
German (Pape)
[Seite 1157] ὁ, = στρύχνος, nach Phot. ἡ τρύχνος, das Kraut; er führt aus einem Com. μουσικώτερος τρύχνου an, was er auf ein Sprichwort ἁπαλώτερος τρύχνου bezieht. – Bei Theocr. 10, 37 steht ἁ φωνὰ δὲ τρύχνα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρύχνος -ου, ἡ [~ στρύχνον] nachtschade (plant; bet. onzeker).
Russian (Dvoretsky)
τρύχνος: или 2 предполож. нежный, певучий (ἁ φωνά Theocr.).
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. στρύχνος.
Greek Monotonic
τρύχνος: ἡ, νυχτερινή σκιά, ως σύμβολο της γλυκιάς λησμονιάς, σε Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
τρύχνος: ἡ, = στρύχνος, «σὺν τῷ σ δὲ στρύχνον οὐδαμοῦ εὗρον» Φώτ. ἐν λέξ. τρύχνον, Ἐτυμολ. Μέγ. 771, 32· ἐν χρήσει ὡς σύμβολον ἡδύτητος, μουσικώτερος τρύχνου Κωμικ. Ἀνώνυμ. 235· ἀ φωνὰ δὲ τρύχνος, «ἤγουν ἡ φωνή σου δὲ μαλακὴ ἐοικυῖα τρύχνῳ. τρύχνος δὲ καὶ τρύχνη εἶδος λαχάνου, ἡ κοινῶς λεγομένη ἀγριομελιτζάνα, ἱκανῶς μαλακοῦ· καὶ λέγεται στρύχνος, ὁ δὲ Θεόκριτος ἐξέβαλε τὸ σ διὰ τὸ μέτρον, τρύχνον εἰπὼν» (Σχόλ.), Θεόκρ. 10. 37 (διάφ. γραφ. τρύχνα. οὕτω δὲ καὶ ὁ Σχολ.).
Middle Liddell
τρύχνος, ἡ,
nightshade, used as a symbol of sweet forgetfulness, Theocr.