τυμβωρύχος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 13: Line 13:
|btext=ος, ον :<br />qui fouille un tombeau pour voler.<br />'''Étymologie:''' [[τύμβος]], [[ὀρύσσω]].
|btext=ος, ον :<br />qui fouille un tombeau pour voler.<br />'''Étymologie:''' [[τύμβος]], [[ὀρύσσω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τυμβωρύχος''': [], ὁ, ἀνασκάπτων τοὺς τάφους νεκρῶν πρὸς κλοπήν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1149, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 52, Συλλ. Ἐπιγρ. 2826, -27, -30, κἑξ. ΙΙ. ὁ ἀνοίγων τάφους πρὸς ταφὴν νεκρῶν, [[νεκροθάπτης]], Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Μ. 7. 45. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄, σ. 309.
|elnltext=τυμβωρύχος -ον [τύμβος, ὀρύττω] grafschenner.
}}
{{elru
|elrutext='''τυμβωρύχος:''' () раскапыватель (грабитель) могил Arph., Luc., Sext.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''τυμβωρύχος:''' [ῠ], ὁ ([[ὀρύσσω]]), αυτός που σκάβει τους τάφους των [[νεκρών]] με σκοπό την [[κλοπή]], [[ληστής]] [[τάφων]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''τυμβωρύχος:''' [ῠ], ὁ ([[ὀρύσσω]]), αυτός που σκάβει τους τάφους των [[νεκρών]] με σκοπό την [[κλοπή]], [[ληστής]] [[τάφων]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τυμβωρύχος:''' () раскапыватель (грабитель) могил Arph., Luc., Sext.
|lstext='''τυμβωρύχος''': [], ὁ, ἀνασκάπτων τοὺς τάφους νεκρῶν πρὸς κλοπήν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1149, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 52, Συλλ. Ἐπιγρ. 2826, -27, -30, κἑξ. ΙΙ. ὁ ἀνοίγων τάφους πρὸς ταφὴν νεκρῶν, [[νεκροθάπτης]], Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Μ. 7. 45. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄, σ. 309.
}}
{{elnl
|elnltext=τυμβωρύχος -ον [τύμβος, ὀρύττω] grafschenner.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 22:41, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμβωρύχος Medium diacritics: τυμβωρύχος Low diacritics: τυμβωρύχος Capitals: ΤΥΜΒΩΡΥΧΟΣ
Transliteration A: tymbōrýchos Transliteration B: tymbōrychos Transliteration C: tymvorychos Beta Code: tumbw/ruxos

English (LSJ)

(parox.), ὁ, A grave-robber, Ar.Ra.1149, Luc.JTr.52, CIG2826, al. (Aphrodisias), Charito 1.9, 3.3. II grave-digger, S.E.M.7.45.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fouille un tombeau pour voler.
Étymologie: τύμβος, ὀρύσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυμβωρύχος -ον [τύμβος, ὀρύττω] grafschenner.

Russian (Dvoretsky)

τυμβωρύχος: (ῠ) ὁ раскапыватель (грабитель) могил Arph., Luc., Sext.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
αυτός που ανοίγει τάφους για να τους συλήσει
νεοελλ.
μτφ. αυτός που διασύρει τη φήμη νεκρού, κυρίως για προσωπικό του όφελος
μσν.
ο υπαίτιος για την ανυποληψία τών νεκρών συγγενών του
αρχ.
αυτός που σκάβει τάφους για τον ενταφιασμό νεκρών, νεκροθάφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + -ωρύχος (< ὀρύσσω), πρβλ. μεταλλ-ωρύχος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

τυμβωρύχος: [ῠ], ὁ (ὀρύσσω), αυτός που σκάβει τους τάφους των νεκρών με σκοπό την κλοπή, ληστής τάφων, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

τυμβωρύχος: [ῠ], ὁ, ὁ ἀνασκάπτων τοὺς τάφους νεκρῶν πρὸς κλοπήν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1149, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 52, Συλλ. Ἐπιγρ. 2826, -27, -30, κἑξ. ΙΙ. ὁ ἀνοίγων τάφους πρὸς ταφὴν νεκρῶν, νεκροθάπτης, Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Μ. 7. 45. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄, σ. 309.

Middle Liddell

τῠμβ-ωρύχος, ὁ, ὀρύσσω
one who digs up graves, a grave-robber, Ar.

English (Woodhouse)

one who rifles tombs

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)