ἄϊδρις: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ις, ι ; <i>gén.</i> ιος <i>ou</i> εος;<br />ignorant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἴδρις]].
|btext=ις, ι ; <i>gén.</i> ιος <i>ou</i> εος;<br />ignorant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἴδρις]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ἄϊδρις''': ι, γεν. ιος καὶ εος, ποιητ. ἐπίθ. ὁ ἀγνοῶν, ὁ μὴ γιγνώσκων, ἀμαθἠς, Ἰλ. Γ. 219, Πινδ. Π. 2, 68. Συχν. μετὰ γεν. Ὀδ. Κ. 282. Ἡσ. Ἀσπ. 410, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1105, κτλ. [Ἡ παραλήγουσα [[εἶναι]] φύσει βραχεῖα· θέσει δὲ μακρὰ ἐν Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σοφ. Αἴ. 213 (λυρ.)].
|elnltext=[[ἄϊδρις]] -ι, gen. -ιος en -εος [ἀ-, [[ἴδρις]] onwetend, onnozel; met gen. onbekend met iets, die geen weet heeft van iets.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄϊδρις:''' gen. ιος и εος не знающий, незнакомый, несведущий ([[φώς]] Hom.; [[ἀνήρ]] Pind.; τινος Hom., Hes., Aesch.): ἄ. εἰς τόδ᾽ [[ἦλθον]] Soph. я сделал это по неведению; οὐκ ἂν ἄ. ὑπείποις Soph. ты знаешь (это) и мог бы (об этом) рассказать.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄϊδρις:''' -ι, γεν. <i>-ιος</i> και <i>-εος</i> (*[[εἴδω]]), ποιητ. επίθ., αυτός που δεν γνωρίζει, μη πληροφορημένος, αυτός που βρίσκεται σε [[άγνοια]], [[αμαθής]], σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἄϊδρις:''' -ι, γεν. <i>-ιος</i> και <i>-εος</i> (*[[εἴδω]]), ποιητ. επίθ., αυτός που δεν γνωρίζει, μη πληροφορημένος, αυτός που βρίσκεται σε [[άγνοια]], [[αμαθής]], σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ἄϊδρις:''' gen. ιος и εος не знающий, незнакомый, несведущий ([[φώς]] Hom.; [[ἀνήρ]] Pind.; τινος Hom., Hes., Aesch.): ἄ. εἰς τόδ᾽ [[ἦλθον]] Soph. я сделал это по неведению; οὐκ ἂν ἄ. ὑπείποις Soph. ты знаешь (это) и мог бы (об этом) рассказать.
|lstext='''ἄϊδρις''': ι, γεν. ιος καὶ εος, ποιητ. ἐπίθ. ὁ ἀγνοῶν, ὁ μὴ γιγνώσκων, ἀμαθἠς, Ἰλ. Γ. 219, Πινδ. Π. 2, 68. Συχν. μετὰ γεν. Ὀδ. Κ. 282. Ἡσ. Ἀσπ. 410, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1105, κτλ. [Ἡ παραλήγουσα [[εἶναι]] φύσει βραχεῖα· θέσει δὲ μακρὰ ἐν Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σοφ. Αἴ. 213 (λυρ.)].
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἄϊδρις]] -ι, gen. -ιος en -εος [ἀ-, [[ἴδρις]] onwetend, onnozel; met gen. onbekend met iets, die geen weet heeft van iets.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[unversed in]], [[ignorant of]], [[unacquainted with]], [[unaware of]], [[unconscious of]]
|woodrun=[[unversed in]], [[ignorant of]], [[unacquainted with]], [[unaware of]], [[unconscious of]]
}}
}}

Revision as of 22:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄϊδρις Medium diacritics: ἄϊδρις Low diacritics: άϊδρις Capitals: ΑΪΔΡΙΣ
Transliteration A: áïdris Transliteration B: aidris Transliteration C: aidris Beta Code: a)/i+dris

English (LSJ)

ι, gen. ιος and εος, poet. Adj. unknowing, ignorant, Il.3.219, Pi.P.2.37; often c. gen., Od.10.282, Hes.Sc.410, A.Ag.1105, etc.; also ἄιδρος, ον, Alc.Oxy.1789Fr.6, Ion Trag.34.

Spanish (DGE)


• Morfología: [gen. sg. -εος, pero -εως Eust.676.17, ac. plu. ἀίδριας Bucol.Fr.Pap.Vind.24]
ignorante, desconocedor ἀίδρεϊ φωτὶ ἐοικώς Il.3.219, ἀνήρ Pi.P.2.37, cf. Thgn.683, Hp.Ep.17.9, S.OC 548, Nic.Al.397, Aret.CA 1.10.20, Luc.Dom.17, νομῆες Bucol.Fr.l.c., c. ac. πάντα ignorante en todas las cosas S.Ai.911, pero más frec. c. gen. χώρου Od.10.282, Hes.Sc.410, μαντευμάτων A.A.1105, κακῶν A.Supp.453, ὁδῶν A.R.4.50, τῶν ἀποσχισίων Aret.CA 2.2.3.

French (Bailly abrégé)

ις, ι ; gén. ιος ou εος;
ignorant.
Étymologie: , ἴδρις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἄϊδρις -ι, gen. -ιος en -εος [ἀ-, ἴδρις onwetend, onnozel; met gen. onbekend met iets, die geen weet heeft van iets.

Russian (Dvoretsky)

ἄϊδρις: gen. ιος и εος не знающий, незнакомый, несведущий (φώς Hom.; ἀνήρ Pind.; τινος Hom., Hes., Aesch.): ἄ. εἰς τόδ᾽ ἦλθον Soph. я сделал это по неведению; οὐκ ἂν ἄ. ὑπείποις Soph. ты знаешь (это) и мог бы (об этом) рассказать.

Greek Monotonic

ἄϊδρις: -ι, γεν. -ιος και -εος (*εἴδω), ποιητ. επίθ., αυτός που δεν γνωρίζει, μη πληροφορημένος, αυτός που βρίσκεται σε άγνοια, αμαθής, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

ἄϊδρις: ι, γεν. ιος καὶ εος, ποιητ. ἐπίθ. ὁ ἀγνοῶν, ὁ μὴ γιγνώσκων, ἀμαθἠς, Ἰλ. Γ. 219, Πινδ. Π. 2, 68. Συχν. μετὰ γεν. Ὀδ. Κ. 282. Ἡσ. Ἀσπ. 410, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1105, κτλ. [Ἡ παραλήγουσα εἶναι φύσει βραχεῖα· θέσει δὲ μακρὰ ἐν Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σοφ. Αἴ. 213 (λυρ.)].

English (Woodhouse)

unversed in, ignorant of, unacquainted with, unaware of, unconscious of

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)