διαπορθέω: Difference between revisions

From LSJ

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />ruiner de fond en comble, saccager, détruire.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πορθέω]].
|btext=-ῶ :<br />ruiner de fond en comble, saccager, détruire.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πορθέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=δια-πορθέω geheel verwoesten:. διαπεπόρθηται τὰ Περσῶν πράγματα de macht der Perzen ligt in puin Aeschl. Pers. 714.
}}
{{elru
|elrutext='''διαπορθέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[разрушать дотла]], [[разорять]], [[опустошать]] (Λυρνησσὸν καὶ τείχεα Θήβης Hom.; τὰ Περσῶν πράγματα Aesch.; διαπεπόρθηται [[πόλις]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[уничтожать]], [[губить]] (χρήματα πάντα διεπόρθησαν Plut.): ᾤχωκ᾽, [[ὄλωλα]], διαπεπόρθημαι Soph. я безвозвратно погиб(ла).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαπορθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, = [[διαπέρθω]], σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ. — Παθ., καταστρέφομαι εντελώς, αφανίζομαι, σε Τραγ.
|lsmtext='''διαπορθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, = [[διαπέρθω]], σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ. — Παθ., καταστρέφομαι εντελώς, αφανίζομαι, σε Τραγ.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-πορθέω geheel verwoesten:. διαπεπόρθηται τὰ Περσῶν πράγματα de macht der Perzen ligt in puin Aeschl. Pers. 714.
}}
{{elru
|elrutext='''διαπορθέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[разрушать дотла]], [[разорять]], [[опустошать]] (Λυρνησσὸν καὶ τείχεα Θήβης Hom.; τὰ Περσῶν πράγματα Aesch.; διαπεπόρθηται [[πόλις]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[уничтожать]], [[губить]] (χρήματα πάντα διεπόρθησαν Plut.): ᾤχωκ᾽, [[ὄλωλα]], διαπεπόρθημαι Soph. я безвозвратно погиб(ла).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω, = [[διαπέρθω]]<br />Il., Thuc.:—Pass. to be [[utterly]] [[ruined]], Trag.
|mdlsjtxt=fut. ήσω, = [[διαπέρθω]]<br />Il., Thuc.:—Pass. to be [[utterly]] [[ruined]], Trag.
}}
}}

Revision as of 23:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπορθέω Medium diacritics: διαπορθέω Low diacritics: διαπορθέω Capitals: ΔΙΑΠΟΡΘΕΩ
Transliteration A: diaporthéō Transliteration B: diaportheō Transliteration C: diaportheo Beta Code: diaporqe/w

English (LSJ)

= διαπέρθω, Il.2.691, Th.6.102, D.H.8.50, etc.:—Pass., to be utterly ruined, A.Pers.714, S.Aj.896 (lyr.), E.Hel.111, Paus.7.17.1, D.C.47.45.

Spanish (DGE)

destruir, saquear Λυρνησσόν Il.2.691, προτείχισμα Th.6.102, τὴν χώραν Th.8.24, Philostr.VA 6.5, cf. Plu.Per.34, τὴν πόλιν Plu.Cam.6, cf. D.H.8.16, 50, Lib.Or.6.12, τὴν κώμην PMasp.2.2.17 (VI d.C.), τὴν Ῥώμην Plu.Num.12, τὸ στρατόπεδον Plu.Lys.11, τὰ ἀλλήλων ref. a tierras, Philostr.VA 6.11, en v. pas. πρὶν τὰ ταφρεύματα διαπορθηθῆναι D.C.47.45.5, Ἑλλὰς ... διαπορθηθεῖσα ... ὑπὸ τοῦ δαίμονος Paus.7.17.1
en perf. estar destruido, arruinado διαπεπόρθηται τὰ Περσῶν πράγμαθ' A.Pers.714, διαπεπόρθημαι, φίλοι S.Ai.896, διαπεπόρθηται πόλις E.Hel.111.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ruiner de fond en comble, saccager, détruire.
Étymologie: διά, πορθέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-πορθέω geheel verwoesten:. διαπεπόρθηται τὰ Περσῶν πράγματα de macht der Perzen ligt in puin Aeschl. Pers. 714.

Russian (Dvoretsky)

διαπορθέω:
1) разрушать дотла, разорять, опустошать (Λυρνησσὸν καὶ τείχεα Θήβης Hom.; τὰ Περσῶν πράγματα Aesch.; διαπεπόρθηται πόλις Eur.);
2) уничтожать, губить (χρήματα πάντα διεπόρθησαν Plut.): ᾤχωκ᾽, ὄλωλα, διαπεπόρθημαι Soph. я безвозвратно погиб(ла).

Greek (Liddell-Scott)

διαπορθέω: διαπέρθω, Ἰλ. Β. 691, Θουκ. 6. 102, κτλ. - Παθ., ἐντελῶς καταστρέφομαι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 714, Σοφ. Αἴ. 869, Εὐρ. Ἑλ. 111, καὶ παρὰ μεταγ. πεζοῖς.

English (Autenrieth)

= διαπέρθω, Il. 2.691†.

Greek Monotonic

διαπορθέω: μέλ. -ήσω, = διαπέρθω, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ. — Παθ., καταστρέφομαι εντελώς, αφανίζομαι, σε Τραγ.

Middle Liddell

fut. ήσω, = διαπέρθω
Il., Thuc.:—Pass. to be utterly ruined, Trag.