δημόλευστος: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />lapidé par le peuple : [[δημόλευστος]] [[φόνος]] SOPH mort d'un supplicié lapidé par le peuple.<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]], [[λεύω]].
|btext=ος, ον :<br />lapidé par le peuple : [[δημόλευστος]] [[φόνος]] SOPH mort d'un supplicié lapidé par le peuple.<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]], [[λεύω]].
}}
{{elnl
|elnltext=δημόλευστος -ον [δῆμος, λεύω] door het volk gestenigd.
}}
{{elru
|elrutext='''δημόλευστος:''' [[всенародно побитый камнями]]: [[φόνος]] δ. Soph. смерть от побиения камнями.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δημόλευστος:''' -ον ([[λεύω]]), αυτός που λιθοβολείται δημόσια· δ. [[φόνος]], [[θάνατος]] μέσω δημοσίου λιθοβολισμού, σε Σοφ.
|lsmtext='''δημόλευστος:''' -ον ([[λεύω]]), αυτός που λιθοβολείται δημόσια· δ. [[φόνος]], [[θάνατος]] μέσω δημοσίου λιθοβολισμού, σε Σοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=δημόλευστος -ον [δῆμος, λεύω] door het volk gestenigd.
}}
{{elru
|elrutext='''δημόλευστος:''' [[всенародно побитый камнями]]: [[φόνος]] δ. Soph. смерть от побиения камнями.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λεύω]]<br />[[publicly]] stoned, δ. [[φόνος]] [[death]] by [[public]] [[stoning]], Soph.
|mdlsjtxt=[[λεύω]]<br />[[publicly]] stoned, δ. [[φόνος]] [[death]] by [[public]] [[stoning]], Soph.
}}
}}

Revision as of 23:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημόλευστος Medium diacritics: δημόλευστος Low diacritics: δημόλευστος Capitals: ΔΗΜΟΛΕΥΣΤΟΣ
Transliteration A: dēmóleustos Transliteration B: dēmoleustos Transliteration C: dimolefstos Beta Code: dhmo/leustos

English (LSJ)

ον, publicly stoned, δ. φόνος death by public stoning, S.Ant.36; of a person, Lyc.331.

Spanish (DGE)

-ον
1 producido por lapidación pública φόνος S.Ant.36.
2 lapidado por el pueblo πρέσβυς Lyc.331.

German (Pape)

[Seite 563] vom Volk gesteinigt, Lycophr. 331; φόνος, Steinigungstod, Soph. Ant. 36.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lapidé par le peuple : δημόλευστος φόνος SOPH mort d'un supplicié lapidé par le peuple.
Étymologie: δῆμος, λεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημόλευστος -ον [δῆμος, λεύω] door het volk gestenigd.

Russian (Dvoretsky)

δημόλευστος: всенародно побитый камнями: φόνος δ. Soph. смерть от побиения камнями.

Greek (Liddell-Scott)

δημόλευστος: -ον, ὁ δημοσίᾳ λιθοβοληθείς, Λυκόφρ. 331· δ. φόνος, θάνατος διὰ δημοσίου λιθοβολισμοῦ, Σοφ. Ἀντ.36.

Greek Monolingual

δημόλευστος, -ον (Α)
1. ο λιθοβολημένος από τον δήμο, τον λαό
2. φρ. «δημόλευστος φόνος» — αυτός που έγινε με δημόσιο λιθοβολισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + λεύω «λιθοβολώ»].

Greek Monotonic

δημόλευστος: -ον (λεύω), αυτός που λιθοβολείται δημόσια· δ. φόνος, θάνατος μέσω δημοσίου λιθοβολισμού, σε Σοφ.

Middle Liddell

λεύω
publicly stoned, δ. φόνος death by public stoning, Soph.