καλλιγύναιξ: Difference between revisions
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=αικος (ὁ, ἡ)<br />riche en belles femmes (pays).<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[γυνή]]. | |btext=αικος (ὁ, ἡ)<br />riche en belles femmes (pays).<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[γυνή]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καλλιγύναιξ -αικος [καλός, γυνή] alleen dat. -αικι en acc. -αικα, rijk aan mooie vrouwen. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καλλῐγύναιξ:''' αικος (ῠ) adj. (nom. не встреч.) изобилующий красавицами ([[Ἑλλάς]], [[Σπάρτη]] Hom.; [[πάτρα]] Pind.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καλλιγύναιξ:''' [ῠ], ὁ, ἡ ([[γυνή]]), αυτός που έχει ωραίες γυναίκες, μόνο στις πλάγιες πτώσεις, <i>Ἑλλάδα καλλιγύναικα Ἀχαιΐδα κ</i>., <i>Σπάρτην κ</i>., σε Όμηρ. | |lsmtext='''καλλιγύναιξ:''' [ῠ], ὁ, ἡ ([[γυνή]]), αυτός που έχει ωραίες γυναίκες, μόνο στις πλάγιες πτώσεις, <i>Ἑλλάδα καλλιγύναικα Ἀχαιΐδα κ</i>., <i>Σπάρτην κ</i>., σε Όμηρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[γυνή]]<br />with [[beautiful]] women, only in the obl. cases, Ἑλλάδα καλλιγύναικα Ἀχαιΐδα κ., Σπάρτην κ. Hom. | |mdlsjtxt=[[γυνή]]<br />with [[beautiful]] women, only in the obl. cases, Ἑλλάδα καλλιγύναικα Ἀχαιΐδα κ., Σπάρτην κ. Hom. | ||
}} | }} |
Revision as of 23:15, 2 October 2022
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, ἡ, gen. αικος, with beautiful women, poet. word, only in obl. cases, Ἑλλάδα καλλιγύναικα, Ἀχαιΐδα κ., Σπάρτην κ., Il.2.683, 3.75, Od.13.412: gen., Sapph.[26]: dat., Pi.P.9.74.
German (Pape)
[Seite 1309] αικος, im nom. nur E. M., reich an schönen Frauen; Ἑλλάδα καλλιγύναικα Il. 2, 683; Ἀχαιΐδα 3, 75; Σπάρτην Od. 13, 412; καλλιγύναικι πάτρᾳ Pind. P. 9, 77; gen., Sapph. bei Ath. 599 d; sp. D., wie Coluth. 727, im acc.
French (Bailly abrégé)
αικος (ὁ, ἡ)
riche en belles femmes (pays).
Étymologie: καλός, γυνή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλιγύναιξ -αικος [καλός, γυνή] alleen dat. -αικι en acc. -αικα, rijk aan mooie vrouwen.
Russian (Dvoretsky)
καλλῐγύναιξ: αικος (ῠ) adj. (nom. не встреч.) изобилующий красавицами (Ἑλλάς, Σπάρτη Hom.; πάτρα Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
καλλιγύναιξ: ῠ, ὁ, ἡ, ἔχων ὡραίας γυναῖκας, ποιητ. λέξ., ἐν χρήσει μόνον ἐν ταῖς πλαγίαις πτώσεσιν (Λοβέκ. εἰς Φρύν. 659)· ὁ Ὅμ. ἔχει Ἑλλάδα καλλιγύναικα, Ἀχαιΐδα κ., Σπάρτην κ. ἐν Ἰλ. Β. 683., Γ. 75, Ὀδ. Ν. 412· ἡ Σαπφὼ ἐν 135 ἔχει τὴν γενικὴν καὶ ὁ Πίνδ. ἐν Π. 9. 131 τὴν δοτ. ― Πρβλ. ἀγύναιξ.
English (Slater)
καλλῐγῠναιξ of beautiful women καλλιγύναικι πάτρᾳ Cyrene (P. 9.74)
Greek Monolingual
καλλιγύναιξ, -ακος, ὁ, ἡ (Α)
τόπος που έχει ωραίες γυναίκες («Ἑλλάδα καλλιγύναικα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -γύναιξ (< θ. γυναικ- του γυνή, πρβλ. γεν. γυναικ-ός), πρβλ. ημιγύναιξ, φιλογύναιξ.
Greek Monotonic
καλλιγύναιξ: [ῠ], ὁ, ἡ (γυνή), αυτός που έχει ωραίες γυναίκες, μόνο στις πλάγιες πτώσεις, Ἑλλάδα καλλιγύναικα Ἀχαιΐδα κ., Σπάρτην κ., σε Όμηρ.
Middle Liddell
γυνή
with beautiful women, only in the obl. cases, Ἑλλάδα καλλιγύναικα Ἀχαιΐδα κ., Σπάρτην κ. Hom.