καταβροχθίζω: Difference between revisions

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=avaler, engloutir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βροχθίζω]].
|btext=avaler, engloutir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βροχθίζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-βροχθίζω opslokken.
}}
{{elru
|elrutext='''καταβροχθίζω:''' [[проглатывать]] ([[ἤνυστρον]] [[βοός]], ὀβολόν Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταβροχθίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, [[καταπίνω]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''καταβροχθίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, [[καταπίνω]], σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-βροχθίζω opslokken.
}}
{{elru
|elrutext='''καταβροχθίζω:''' [[проглатывать]] ([[ἤνυστρον]] [[βοός]], ὀβολόν Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ίσω<br />to [[gulp]] [[down]], Ar.
|mdlsjtxt=fut. ίσω<br />to [[gulp]] [[down]], Ar.
}}
}}

Revision as of 23:21, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβροχθίζω Medium diacritics: καταβροχθίζω Low diacritics: καταβροχθίζω Capitals: ΚΑΤΑΒΡΟΧΘΙΖΩ
Transliteration A: katabrochthízō Transliteration B: katabrochthizō Transliteration C: katavrochthizo Beta Code: katabroxqi/zw

English (LSJ)

gulp down, Hp.Coac.62, Ar.Eq.357, 826; ὀβολόν Id.Av.503, cf. Antiph.190.6; τὴν Πελοπόννησον ἅπασαν Hermipp. 45: metaph., λόγους κ. Ath.6.270b.

German (Pape)

[Seite 1341] niederschlucken, verschlingen; Hippocr.; Ar. Av. 505; θερμόν ποτε καταβροχθίσας ἰχθύν Ath. VIII, 344 b; übertr., λόγους μόνον καταβροχθίσας VI, 270 b.

French (Bailly abrégé)

avaler, engloutir.
Étymologie: κατά, βροχθίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-βροχθίζω opslokken.

Russian (Dvoretsky)

καταβροχθίζω: проглатывать (ἤνυστρον βοός, ὀβολόν Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

καταβροχθίζω: μέλλ. -ίσω, καταπίνω, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 126, Ἀριστοφ. Ἱππ. 357, 826, Ὄρνιθ. 503· κατεβρόχθισεν ἂν τὴν Πελοπόννησον ἅπασαν Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 3· μεταφ., λόγους μόνον καταβροχθίσας Ἀθήν. 270Β·-πρβλ. βρόχω ΙΙ.

Greek Monolingual

(AM καταβροχθίζω)
κατατρώω, καταπίνω λαίμαργα (α. «καταβροχθίζει τα ψάρια ωμά σαν τον γλάρο» β. «ἤνυστρον βοὸς καὶ κοιλίαν ὑείαν καταβροχθίσας», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + βροχθίζω «καταπίνω, τρώγω» (< βρόχθος «λαιμός»)].

Greek Monotonic

καταβροχθίζω: μέλ. -ίσω, καταπίνω, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. ίσω
to gulp down, Ar.