πολιτοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ακος (ὁ) :<br />« gardien <i>ou</i> protecteur des citoyens », titre de certains magistrats à Larissa.<br />'''Étymologie:''' [[πολίτης]], [[φύλαξ]].
|btext=ακος (ὁ) :<br />« gardien <i>ou</i> protecteur des citoyens », titre de certains magistrats à Larissa.<br />'''Étymologie:''' [[πολίτης]], [[φύλαξ]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολιτοφύλαξ -ακος, ὁ [πολίτης, φύλαξ] stadswacht.
}}
{{elru
|elrutext='''πολῑτοφύλαξ:''' ᾰκος (ῠ) ὁ хранитель граждан (звание высших должностных лиц в Лариссе) Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολῑτοφύλαξ:''' [ῠ], -ᾰκος, ὁ, αυτός που φυλάσσει τους πολίτες· <i>οἱ πολιτοφύλακες</i>, στη [[Λάρισα]], οι ανώτατοι άρχοντες, σε Αριστ.
|lsmtext='''πολῑτοφύλαξ:''' [ῠ], -ᾰκος, ὁ, αυτός που φυλάσσει τους πολίτες· <i>οἱ πολιτοφύλακες</i>, στη [[Λάρισα]], οι ανώτατοι άρχοντες, σε Αριστ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολιτοφύλαξ -ακος, ὁ [πολίτης, φύλαξ] stadswacht.
}}
{{elru
|elrutext='''πολῑτοφύλαξ:''' ᾰκος (ῠ) ὁ хранитель граждан (звание высших должностных лиц в Лариссе) Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολῑτο-φῠ́λαξ, ακος,<br />one who watches citizens; οἱ π., in [[Larissa]], the [[chief]] magistrates, Arist.
|mdlsjtxt=πολῑτο-φῠ́λαξ, ακος,<br />one who watches citizens; οἱ π., in [[Larissa]], the [[chief]] magistrates, Arist.
}}
}}

Revision as of 23:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῑτοφύλαξ Medium diacritics: πολιτοφύλαξ Low diacritics: πολιτοφύλαξ Capitals: ΠΟΛΙΤΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: politophýlax Transliteration B: politophylax Transliteration C: politofylaks Beta Code: politofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, warden of the citizens, title of a magistrate, Arist.Pol.1268a22; at Larissa, ib.1305b29.

German (Pape)

[Seite 657] ακος, ὁ, der die Bürger bewacht, beobachtet, in Larissa die oberste Stadtbehörde, Arist. pol. 2, 8. 5, 6.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
« gardien ou protecteur des citoyens », titre de certains magistrats à Larissa.
Étymologie: πολίτης, φύλαξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολιτοφύλαξ -ακος, ὁ [πολίτης, φύλαξ] stadswacht.

Russian (Dvoretsky)

πολῑτοφύλαξ: ᾰκος (ῠ) ὁ хранитель граждан (звание высших должностных лиц в Лариссе) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

πολῑτοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάττων τοὺς πολίτας, οἱ π., ἐν Λαρίσῃ οἱ ἀνώτατοι ἄρχοντες, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 9., 5. 6, 6· ― πολῑτοφῠλακέω, φυλάττω τοὺς πολίτας ἐπὶ τῶν ἀρχόντων πόλεως ἢ ἐπὶ τῆς ἐν τῇ πόλει ἐχθρικῆς φρουρᾶς, πιθ. γραφ. παρὰ Πολυβ. 18. 22, 4, Αἰν. Πολιορ. 1· ― πολῑτοφῠλᾰκία, ἡ, φύλαξις τῶν πολιτῶν, ὁ αὐτ. 22. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 297.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
βλ. πολιτοφύλακας.

Greek Monotonic

πολῑτοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, αυτός που φυλάσσει τους πολίτες· οἱ πολιτοφύλακες, στη Λάρισα, οι ανώτατοι άρχοντες, σε Αριστ.

Middle Liddell

πολῑτο-φῠ́λαξ, ακος,
one who watches citizens; οἱ π., in Larissa, the chief magistrates, Arist.