ποικιλείμων: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ονος (ὁ, ἡ)<br />au manteau tacheté, <i>càd</i> parsemé d'étoiles (la nuit).<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[εἷμα]].
|btext=ονος (ὁ, ἡ)<br />au manteau tacheté, <i>càd</i> parsemé d'étoiles (la nuit).<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[εἷμα]].
}}
{{elnl
|elnltext=ποικιλείμων -ον, gen. -ονος [ποικίλος, εἷμα] met bont gewaad.
}}
{{elru
|elrutext='''ποικῐλείμων:''' 2, gen. ονος в пестрой, т. е. звездной одежде ([[νύξ]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποικῐλείμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[εἷμα]]), αυτός που [[φορά]] στολισμένο [[ένδυμα]], νὺξ [[ποικιλείμων]], σε [[σχέση]] με τα αστέρια, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ποικῐλείμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[εἷμα]]), αυτός που [[φορά]] στολισμένο [[ένδυμα]], νὺξ [[ποικιλείμων]], σε [[σχέση]] με τα αστέρια, σε Αισχύλ.
}}
{{elnl
|elnltext=ποικιλείμων -ον, gen. -ονος [ποικίλος, εἷμα] met bont gewaad.
}}
{{elru
|elrutext='''ποικῐλείμων:''' 2, gen. ονος в пестрой, т. е. звездной одежде ([[νύξ]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ποικῐλ-είμων, ονος, [[εἷμα]]<br />with [[spangled]] [[garb]], νὺξ π., in [[reference]] to the stars, Aesch.
|mdlsjtxt=ποικῐλ-είμων, ονος, [[εἷμα]]<br />with [[spangled]] [[garb]], νὺξ π., in [[reference]] to the stars, Aesch.
}}
}}

Revision as of 23:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλείμων Medium diacritics: ποικιλείμων Low diacritics: ποικιλείμων Capitals: ΠΟΙΚΙΛΕΙΜΩΝ
Transliteration A: poikileímōn Transliteration B: poikileimōn Transliteration C: poikileimon Beta Code: poikilei/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (εἷμα) arrayed in spangled garb, νὺξ π., in reference to the stars, A.Pr.24.

German (Pape)

[Seite 649] bunt gekleidet, in buntem Kleide, übh. buntfarbig, νύξ, Aesch. Prom. 24.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
au manteau tacheté, càd parsemé d'étoiles (la nuit).
Étymologie: ποικίλος, εἷμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλείμων -ον, gen. -ονος [ποικίλος, εἷμα] met bont gewaad.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλείμων: 2, gen. ονος в пестрой, т. е. звездной одежде (νύξ Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλείμων: -ον, γεν. ονος, (εἶμα) ὁ ποικίλον ἰμάτιον φορῶν, ποικιλείμων νύξ, δηλ. κατὰ τὸ ἐν ἄστροις ποικίλον αὐτῆς, (πρβλ. αἰόλος ΙΙ), Αἰσχύλ. Πρ. 24.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που φορεί πολύχρωμα ενδύματα («ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος [τῶν ἄστρων]», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. πολυ-είμων].

Greek Monotonic

ποικῐλείμων: -ον, γεν. -ονος (εἷμα), αυτός που φορά στολισμένο ένδυμα, νὺξ ποικιλείμων, σε σχέση με τα αστέρια, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ποικῐλ-είμων, ονος, εἷμα
with spangled garb, νὺξ π., in reference to the stars, Aesch.