πυρπόλος: Difference between revisions
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ravage par le feu;<br /><b>2</b> dévasté par le feu.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]], [[πολέω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ravage par le feu;<br /><b>2</b> dévasté par le feu.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]], [[πολέω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πυρπόλος -ον [πῦρ, πέλομαι] verbrandend, verzengend. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πυρπόλος:''' [[уничтожающий огнем]], [[сжигающий]] ([[κεραυνός]] Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πυρπόλος:''' -ον ([[πολέω]]), αυτός που καταστρέφει με τη [[φωτιά]], φλεγόμενος, [[κεραυνός]], σε Ευρ. | |lsmtext='''πυρπόλος:''' -ον ([[πολέω]]), αυτός που καταστρέφει με τη [[φωτιά]], φλεγόμενος, [[κεραυνός]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 23:55, 2 October 2022
English (LSJ)
(parox.), ον, A wasting with fire, burning, κεραυνός E.Supp.640. II Pass., ἄστη δέ τε π. θήσει wasted by fire, Orac. ap. Phleg.Fr.36.3 J.
German (Pape)
[Seite 824] sich im Feuer aufhaltend, mit Feuer verkehrend, mit Feuer verwüstend, κεραυνός, Eur. Suppl. 640; auch Beiwort des Bacchus, entweder weil er im Feuer unter Zeus' Blitzen und Donnern erzeugt ward, oder weil man bei seiner nächtlichen Feier Feuer und Fackeln anzündete. – Auch = durch Feuer verwüstet, ἄστη δὲ πυρπόλα θήσει Phlegon Mrab. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ravage par le feu;
2 dévasté par le feu.
Étymologie: πῦρ, πολέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυρπόλος -ον [πῦρ, πέλομαι] verbrandend, verzengend.
Russian (Dvoretsky)
πυρπόλος: уничтожающий огнем, сжигающий (κεραυνός Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
πυρπόλος: ὁ διὰ πυρὸς καταστρέφων, κεραυνὸς Εὐρ. Ἱκέτ. 640· πρβλ. πυρπολέω ΙΙ. ΙΙ. Παθητ., ἄστη δέ τε πυρπόλα θήσει, θὰ καταστρέψῃ διὰ τοῦ πυρός, Χρησμ. παρὰ Φλέγωνι περὶ Θαυμ. 3. σ. 49.
Greek Monolingual
και πυρίπολος, -ον, Α
1. αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει κάτι με τη φωτιά («ὅν Ζεὺς κεραυνῷ πυρπόλῳ καταιθαλοῑ», Ευρ.)
2. (με παθ. σημ.) ο ερημωμένος από τη φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + -πόλος (< πέλομαι), βλ. λ. πυρπολώ].
Greek Monotonic
πυρπόλος: -ον (πολέω), αυτός που καταστρέφει με τη φωτιά, φλεγόμενος, κεραυνός, σε Ευρ.
Middle Liddell
πυρ-πόλος, ον, πολέω
wasting with fire, burning, κεραυνός Eur.