πρόβημα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />pas en avant, marche.<br />'''Étymologie:''' [[προβαίνω]].
|btext=ατος (τό) :<br />pas en avant, marche.<br />'''Étymologie:''' [[προβαίνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πρόβημα -ατος, τό [προβαίνω] stap vooruit.
}}
{{elru
|elrutext='''πρόβημα:''' ατος τό шаг (вперед), (про)движение: εὐρύθμοις προβήμασιν Arph. мерной поступью.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρόβημα:''' -ατος, τό ([[προβαίνω]]), [[βήμα]] προς τα [[εμπρός]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''πρόβημα:''' -ατος, τό ([[προβαίνω]]), [[βήμα]] προς τα [[εμπρός]], σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=πρόβημα -ατος, τό [προβαίνω] stap vooruit.
}}
{{elru
|elrutext='''πρόβημα:''' ατος τό шаг (вперед), (про)движение: εὐρύθμοις προβήμασιν Arph. мерной поступью.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πρό-βημα, ατος, τό, [[προβαίνω]]<br />a [[step]] [[forward]], Ar.
|mdlsjtxt=πρό-βημα, ατος, τό, [[προβαίνω]]<br />a [[step]] [[forward]], Ar.
}}
}}

Revision as of 00:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόβημα Medium diacritics: πρόβημα Low diacritics: πρόβημα Capitals: ΠΡΟΒΗΜΑ
Transliteration A: próbēma Transliteration B: probēma Transliteration C: provima Beta Code: pro/bhma

English (LSJ)

ατος, τό, a step forward, Ar.Pl.759.

German (Pape)

[Seite 711] τό, Vorschritt, Fortschritt, Ar. Plut. 759.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
pas en avant, marche.
Étymologie: προβαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόβημα -ατος, τό [προβαίνω] stap vooruit.

Russian (Dvoretsky)

πρόβημα: ατος τό шаг (вперед), (про)движение: εὐρύθμοις προβήμασιν Arph. мерной поступью.

Greek (Liddell-Scott)

πρόβημα: τό, βῆμα πρὸς τὰ ἐμπρός, Ἀριστοφ. Πλ. 759.

Greek Monolingual

τὸ, Α προβαίνω
άνοιγμα του σκέλους και βάδισμα προς τα εμπρός.

Greek Monotonic

πρόβημα: -ατος, τό (προβαίνω), βήμα προς τα εμπρός, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

πρό-βημα, ατος, τό, προβαίνω
a step forward, Ar.