σιτικός: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le blé : σιτικὸς [[νόμος]] PLUT loi sur les céréales (lex frumentaria).<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le blé : σιτικὸς [[νόμος]] PLUT loi sur les céréales (lex frumentaria).<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]].
}}
{{elnl
|elnltext=σιτικός -ή -όν [σῖτος] betrekking hebbend op graan, graan-:; σιτικὸς νόμος ( Lat. ) lex frumentaria (graanwet in Rome) Plut. TG et CG 26(5).2; subst.. τὸ σιτικόν de graanvoorziening Plut. Pomp. 50.1.
}}
{{elru
|elrutext='''σῑτικός:''' [[хлебный]], [[зерновой]]: σιτικὴ [[ἐξαγωγή]] Polyb. вывоз хлеба; σιτικοὶ καρποί Diod. хлебные растения; σ. [[νόμος]] Plut. (лат. [[lex]] frumentaria) хлебный закон.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῑτικός:''' -ή, -όν ([[σῖτος]]), αυτός που ανήκει σε ή προέρχεται από το [[σιτάρι]] ή τα [[σιτηρά]], [[σιταρένιος]], [[σταρένιος]]· σιτικὴ [[τροφή]], σε Στράβ.· ὁ σιτικὸς [[νόμος]], [[lex]] frumentaria, σε Πλούτ.
|lsmtext='''σῑτικός:''' -ή, -όν ([[σῖτος]]), αυτός που ανήκει σε ή προέρχεται από το [[σιτάρι]] ή τα [[σιτηρά]], [[σιταρένιος]], [[σταρένιος]]· σιτικὴ [[τροφή]], σε Στράβ.· ὁ σιτικὸς [[νόμος]], [[lex]] frumentaria, σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=σιτικός -ή -όν [σῖτος] betrekking hebbend op graan, graan-:; σιτικὸς νόμος ( Lat. ) lex frumentaria (graanwet in Rome) Plut. TG et CG 26(5).2; subst.. τὸ σιτικόν de graanvoorziening Plut. Pomp. 50.1.
}}
{{elru
|elrutext='''σῑτικός:''' [[хлебный]], [[зерновой]]: σιτικὴ [[ἐξαγωγή]] Polyb. вывоз хлеба; σιτικοὶ καρποί Diod. хлебные растения; σ. [[νόμος]] Plut. (лат. [[lex]] frumentaria) хлебный закон.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σῑτικός, ή, όν [[σῖτος]]<br />of [[wheat]] or [[corn]], ς. [[τροφή]] Strab.; ὁ ς. [[νόμος]] lex frumentaria, Plut.
|mdlsjtxt=σῑτικός, ή, όν [[σῖτος]]<br />of [[wheat]] or [[corn]], ς. [[τροφή]] Strab.; ὁ ς. [[νόμος]] lex frumentaria, Plut.
}}
}}

Revision as of 00:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτικός Medium diacritics: σιτικός Low diacritics: σιτικός Capitals: ΣΙΤΙΚΟΣ
Transliteration A: sitikós Transliteration B: sitikos Transliteration C: sitikos Beta Code: sitiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of wheat or corn, (sc. λόγος) PCair.Zen.292.2 (iii B.C.); σ. ἐξαγωγή exportation of corn, Plb.28.16.8; οἱ σ. καρποί Aristeas 112, D.S.5.21, etc.; σ. τροφή Str. 5.4.3; ὁ σ. νόμος, Lat. lex frumentaria, Plu.CG5; σ. πρόσοδοι, τελέσματα, OGI90.11 (Rosetta, ii B.C.), 669.47 (Egypt, i A.D.); πράξας τὸ σ., πράκτωρ σιτικῶν, POxy.2120.4 (iii A.D.), Ostr.Bodl. iv 74 (iii A.D.), etc. (cf. πράκτωρ 11.2); σ. ἐδάφη, ἄρουραι, lands subject to corn-tax, PSI6.704.17 (ii A.D.), Wilcken Chr.115.14 (iii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 885] = Folgdm; ἐξαγωγή, Getreideausfuhr, Pol. 28, 14, 8; D. Hal. epit. 17, 12.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le blé : σιτικὸς νόμος PLUT loi sur les céréales (lex frumentaria).
Étymologie: σῖτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτικός -ή -όν [σῖτος] betrekking hebbend op graan, graan-:; σιτικὸς νόμος ( Lat. ) lex frumentaria (graanwet in Rome) Plut. TG et CG 26(5).2; subst.. τὸ σιτικόν de graanvoorziening Plut. Pomp. 50.1.

Russian (Dvoretsky)

σῑτικός: хлебный, зерновой: σιτικὴ ἐξαγωγή Polyb. вывоз хлеба; σιτικοὶ καρποί Diod. хлебные растения; σ. νόμος Plut. (лат. lex frumentaria) хлебный закон.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτικός: -ή, -όν, (σῖτος) ὁ τοῦ σίτου, εἰς τὸν σῖτον ἀνήκων, σ. ἐξαγωγή, ἐξαγωγὴ σίτου, Πολύβ. 28. 14, 8· οἱ σ. καρποὶ Διόδ. 5. 21, κτλ.· σ. τροφὴ Στράβ. 242· ὁ σ. νόμος, lex frumentaria, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 5· σ. πρόσοδοι Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 11.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σῑτος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σίτο (α. «oἱ σιτικοὶ καρποί», Αριστοτ.
β. «περὶ σιτικῆς ἐξαγωγῆς», Πολ.
γ. «σιτικαὶ πρόσοδοι», επιγρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σιτικόν
ο σίτος.
επίρρ...
σιτικῶς Α
όπως ο σίτος, με τον τρόπο που χρησιμοποιείται το σιτάρι.

Greek Monotonic

σῑτικός: -ή, -όν (σῖτος), αυτός που ανήκει σε ή προέρχεται από το σιτάρι ή τα σιτηρά, σιταρένιος, σταρένιος· σιτικὴ τροφή, σε Στράβ.· ὁ σιτικὸς νόμος, lex frumentaria, σε Πλούτ.

Middle Liddell

σῑτικός, ή, όν σῖτος
of wheat or corn, ς. τροφή Strab.; ὁ ς. νόμος lex frumentaria, Plut.