ἀκροπόλος: Difference between revisions
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />élevé <i>en parl. de montagnes</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρος]], [[πέλω]]. | |btext=ος, ον :<br />élevé <i>en parl. de montagnes</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρος]], [[πέλω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[ἀκροπόλος]] -ον [[ἄκρος]], [[πέλομαι]] die zich hoog verheft, hoog. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκροπόλος:''' [[высоко вздымающийся]], [[высокий]] (ὄρεα Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκροπόλος:''' -ον ([[πολέω]]), αυτός που σηκώνεται [[ψηλά]], ψηλός, [[αγέρωχος]], σε Όμηρ. | |lsmtext='''ἀκροπόλος:''' -ον ([[πολέω]]), αυτός που σηκώνεται [[ψηλά]], ψηλός, [[αγέρωχος]], σε Όμηρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πολέω]]<br />[[high]]-ranging, [[lofty]], Hom. | |mdlsjtxt=[[πολέω]]<br />[[high]]-ranging, [[lofty]], Hom. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:56, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, (πολέω) A high-ranging, lofly, ἐπ' ἀκροπόλοισιν ὄρεσσιν Il.5.523, cf. Od.19.205. II Subst., ἀκροπόλοι, οἱ, arctic and antarctic circles, Olymp.in Mete. 183.30.
Spanish (DGE)
-ον
1 elevado ἐπ' ἀκροπόλοισιν ὄρεσσιν Il.5.523, Od.19.205, h.Ven.54.
2 subst. οἱ ἀ. los círculos polares Artico y Antártico, Olymp.in Mete.183.30.
German (Pape)
[Seite 84] in der Höhe seiend, hoch; vgl. οἰοπόλος; Hom. zweimal, ἐπ' (ἐν) ἀκροπόλοισιν ὄρεσσιν Iliad. 5, 523 Od. 19, 205, im Hochgebirge.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
élevé en parl. de montagnes.
Étymologie: ἄκρος, πέλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀκροπόλος -ον ἄκρος, πέλομαι die zich hoog verheft, hoog.
Russian (Dvoretsky)
ἀκροπόλος: высоко вздымающийся, высокий (ὄρεα Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροπόλος: -ον, (πολέω) ὁ εἰς ὕψος αἰρόμενος, ὑψηλός, ἐν ἀκροπόλοισιν ὄρεσσιν, Ἰλ. Ε. 523, Ὀδ. Τ. 205˙ «τὸ ἐν ἀκροπ. ὄρ. ταὐτόν ἐστι τῷ κορυφαῖς ὀρῶν», Εὐστ. ἐν Ὀθ. ἔνθ’ ἀνωτ.
English (Autenrieth)
(πέλομαι), only dat. pl.: lofty.
Greek Monolingual
ἀκροπόλος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται στα ύψη, ο ψηλός
2. ως ουσ. οἱ ἀκροπόλοι
οι αρκτικοί και ανταρκτικοί κύκλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + πόλος < πολῶ (-έω) «περιφέρομαι, περιπλανώμαι, συχνάζω, διαμένω, κατοικώ»].
Greek Monotonic
ἀκροπόλος: -ον (πολέω), αυτός που σηκώνεται ψηλά, ψηλός, αγέρωχος, σε Όμηρ.