δημοκοπία: Difference between revisions
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />recherche de la faveur populaire par la brigue.<br />'''Étymologie:''' [[δημοκόπος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />recherche de la faveur populaire par la brigue.<br />'''Étymologie:''' [[δημοκόπος]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δημοκοπία -ας, ἡ [δημοκοπέω] het najagen van volksgunst. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δημοκοπία:''' ἡ [[заискивание у народа]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[δημοκοπία]]) [[δημοκόπος]]<br />η [[δημαγωγία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>πληθ.</b> <i>δημοκοπίες</i><br />οι δημαγωγικοί τρόποι ή λόγοι. | |mltxt=η (Α [[δημοκοπία]]) [[δημοκόπος]]<br />η [[δημαγωγία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>πληθ.</b> <i>δημοκοπίες</i><br />οι δημαγωγικοί τρόποι ή λόγοι. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:10, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, courting the mob, D.H.6.60, IG4.1153 (Epid.); bribery, Plu.Dio 47: pl., Str.14.5.14, Ph.Fr.33 H., App.BC1.34.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Philipp.Perg.1
halago del pueblo, captación del favor popular, demagogia δ. καὶ πλήθους ἀρέσκεια D.S.25.8, δημοκοπίαις ἰσχύων Str.14.5.14, cf. Ph.Fr.33, δ. καὶ τυραννικῶν ἔργων ἐπιθυμία D.H.6.60, ἡ τοῦ Βρούτου δ. D.H.7.15, τοῦ πολιτεύματος ἐξελεῖν δημοκοπίαν Plu.Dio 47, τὰ δ' ἐν Ῥώμῃ ... ὁ Κικέρων ἦγεν ὑπὸ δημοκοπίας App.BC 3.66, cf. 21, Hann.17, Philipp.Perg.l.c., οὐ νόμων εἰσηγήσεις ἔτι οὐδὲ δημοκοπίαι App.BC 1.34, πομπεία καὶ δ. τῶν λόγων Anon.V.Thecl.8.5.
German (Pape)
[Seite 563] ἡ, Haschen nach Volksgunst, D. Hal. 6, 60.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
recherche de la faveur populaire par la brigue.
Étymologie: δημοκόπος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δημοκοπία -ας, ἡ [δημοκοπέω] het najagen van volksgunst.
Russian (Dvoretsky)
δημοκοπία: ἡ заискивание у народа Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δημοκοπία: ἡ, ἀγάπη τῆς παρὰ τοῦ λαοῦ εὐνοίας, Διον.Ἁλ.6.60, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. σ.ΧΙΧ.
Greek Monolingual
η (Α δημοκοπία) δημοκόπος
η δημαγωγία
νεοελλ.
πληθ. δημοκοπίες
οι δημαγωγικοί τρόποι ή λόγοι.