δεξιώνυμος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont le nom est de bon augure ; <i>simpl.</i> adroit, habile.<br />'''Étymologie:''' [[δεξιός]], [[ὄνομα]].
|btext=ος, ον :<br />dont le nom est de bon augure ; <i>simpl.</i> adroit, habile.<br />'''Étymologie:''' [[δεξιός]], [[ὄνομα]].
}}
{{elnl
|elnltext=δεξιώνυμος -ον [δεξιός, ὄνομα] gevormd naar analogie van εὐώνυμος ‘linker; ongunstig’: rechter-, goede (van handen).
}}
{{elru
|elrutext='''δεξιώνῠμος:''' Aesch. = [[δεξιός]] 1.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δεξιώνυμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> όποιος έχει αίσιο, ευοίωνο όνομα<br /><b>2.</b> ο [[δεξιός]] («χερσὶ δεξιωνύμοις», <b>Αισχ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δεξιός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>όνυμα</i>, αιολ. και δωρ. τ. του <i>όνομα</i> ([[πρβλ]]. [[ανώνυμος]], [[ετερώνυμος]], [[παντώνυμος]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[δεξιώνυμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> όποιος έχει αίσιο, ευοίωνο όνομα<br /><b>2.</b> ο [[δεξιός]] («χερσὶ δεξιωνύμοις», <b>Αισχ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δεξιός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>όνυμα</i>, αιολ. και δωρ. τ. του <i>όνομα</i> ([[πρβλ]]. [[ανώνυμος]], [[ετερώνυμος]], [[παντώνυμος]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
{{elru
|elrutext='''δεξιώνῠμος:''' Aesch. = [[δεξιός]] 1.
}}
{{elnl
|elnltext=δεξιώνυμος -ον [δεξιός, ὄνομα] gevormd naar analogie van εὐώνυμος ‘linker; ongunstig’: rechter-, goede (van handen).
}}
}}

Revision as of 11:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεξιώνῠμος Medium diacritics: δεξιώνυμος Low diacritics: δεξιώνυμος Capitals: ΔΕΞΙΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: dexiṓnymos Transliteration B: dexiōnymos Transliteration C: deksionymos Beta Code: deciw/numos

English (LSJ)

ον, prop. right or lucky in name; but simply, = δεξιός, χερσὶ δεξιωνύμοις A.Supp.607.

Spanish (DGE)

(δεξιώνῠμος) -ον
de nombre diestro o afortunado de donde derecho, diestro χείρ A.Supp.607.

German (Pape)

[Seite 547] eigtl. mit Glück bedeutendem Namen, aber bei Aesch. Suppl. 607 = δεξιός, χεῖρες, mit Anklang von εὐώνυμος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont le nom est de bon augure ; simpl. adroit, habile.
Étymologie: δεξιός, ὄνομα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεξιώνυμος -ον [δεξιός, ὄνομα] gevormd naar analogie van εὐώνυμος ‘linker; ongunstig’: rechter-, goede (van handen).

Russian (Dvoretsky)

δεξιώνῠμος: Aesch. = δεξιός 1.

Greek (Liddell-Scott)

δεξιώνῠμος: -ον, ἔχων δεξιὸν ἢ εὐοίωνον ὄνομα· ἢ ἁπλῶς = δεξιός, χερσὶ δεξιωνύμοις Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 607· πρβλ. εὐώνυμος.

Greek Monolingual

δεξιώνυμος, -ον (Α)
1. όποιος έχει αίσιο, ευοίωνο όνομα
2. ο δεξιός («χερσὶ δεξιωνύμοις», Αισχ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + -ώνυμος < όνυμα, αιολ. και δωρ. τ. του όνομα (πρβλ. ανώνυμος, ετερώνυμος, παντώνυμος κ.ά.)].