κορυθάϊξ: Difference between revisions

From LSJ

ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=άϊκος;<br />qui agite la crinière de son casque, <i>càd</i> guerrier impétueux.<br />'''Étymologie:''' [[κόρυς]], [[ἀΐσσω]].
|btext=άϊκος;<br />qui agite la crinière de son casque, <i>càd</i> guerrier impétueux.<br />'''Étymologie:''' [[κόρυς]], [[ἀΐσσω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κορυθάϊξ -άϊκος, ὁ [κόρυς, ἀίσσω] die zijn helm schudt (Ares).
}}
{{elru
|elrutext='''κορῠθάϊξ:''' άϊκος (ᾱ) adj. потрясающий шлемом, т. е. гривой шлема ([[πτολεμιστής]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κορυθάϊξ:''' [ᾱ], -ῖκος, ὁ (ἀΐσσω), αυτός που κουνά την [[περικεφαλαία]], που έχει δηλ. [[λοφίο]] που κυματίζει, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''κορυθάϊξ:''' [ᾱ], -ῖκος, ὁ (ἀΐσσω), αυτός που κουνά την [[περικεφαλαία]], που έχει δηλ. [[λοφίο]] που κυματίζει, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''κορῠθάϊξ:''' άϊκος (ᾱ) adj. потрясающий шлемом, т. е. гривой шлема ([[πτολεμιστής]] Hom.).
}}
{{elnl
|elnltext=κορυθάϊξ -άϊκος, ὁ [κόρυς, ἀίσσω] die zijn helm schudt (Ares).
}}
}}

Revision as of 11:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορῠθάϊξ Medium diacritics: κορυθάϊξ Low diacritics: κορυθάϊξ Capitals: ΚΟΡΥΘΑΪΞ
Transliteration A: korytháïx Transliteration B: korythaix Transliteration C: korythaiks Beta Code: koruqa/i+c

English (LSJ)

[ᾱ], ῑκος, (ἀΐσσω) helmet-shaking, i.e. with waving plume, κορυθάϊκι πτολεμιστῇ Il.22.132.

French (Bailly abrégé)

άϊκος;
qui agite la crinière de son casque, càd guerrier impétueux.
Étymologie: κόρυς, ἀΐσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορυθάϊξ -άϊκος, ὁ [κόρυς, ἀίσσω] die zijn helm schudt (Ares).

Russian (Dvoretsky)

κορῠθάϊξ: άϊκος (ᾱ) adj. потрясающий шлемом, т. е. гривой шлема (πτολεμιστής Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

κορυθάϊξ: ᾰ, ῑκος, (άΐσσω) ὁ σείων τὴν περικεφαλαίαν, δηλ. ἔχων λόφον σειόμενον, ἐπίθε τ ρεως, κορυθάϊκι πτολεμιστῇ Ἰλ. Χ. 123.

Greek Monolingual

κορυθάϊξ, -ικος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που σείει την περικεφαλαία
2. ισχυρός, δυνατός («ὁ δὲ οἱ σχεδὸν ἦλθεν Ἀχιλλεὺς ἶσος ἐνυαλίῳ, κορυθάϊκι πτολεμιστῇ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς, -υθ-ος + -άϊξ (< ἀΐσσω «πηδώ εφορμώ»), πρβλ. πολυάϊξ, τριχάϊξ].

Greek Monotonic

κορυθάϊξ: [ᾱ], -ῖκος, ὁ (ἀΐσσω), αυτός που κουνά την περικεφαλαία, που έχει δηλ. λοφίο που κυματίζει, σε Ομήρ. Ιλ.