καταρρᾳθυμέω: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />perdre <i>ou</i> compromettre par sa négligence.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ῥᾳθυμέω]].
|btext=-ῶ :<br />perdre <i>ou</i> compromettre par sa négligence.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ῥᾳθυμέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=καταρρᾳθυμέω [[gemakzuchtig zijn]]; [[door gemakzucht verliezen]]:. τὰ κατερρᾳθυμημένα πάλιν ἀναλήψεσθε jullie zullen terugkrijgen wat jullie door gemakzucht verloren hebben Dem. 4.7.
}}
{{elru
|elrutext='''καταρρᾳθῡμέω:''' (ρᾱ)<br /><b class="num">1)</b> [[упускать по небрежности]] Xen., Dem.: τὰ κατερρᾳθυμημένα Dem. упущенное по беспечности;<br /><b class="num">2)</b> [[быть беззаботным]], [[беспечным]]: καταρρᾳθυμήσαντες ὑστερίζουσι τῶν ἀντιπάλων Xen. они по своей беспечности оказываются ниже (своих) противников.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 10: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταρρᾳθῡμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> χάνω εξαιτίας της ραθυμίας, σε Ξεν., Δημ. — Παθ., <i>τὰ καταρρᾳθυμημένα</i>, αυτά που έχουν απωλεσθεί εξαιτίας της αμέλειας, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., είμαι εξαιρετικά [[απρόσεκτος]], <i>καταρρᾳθυμήσαντες</i>, από την [[απερισκεψία]], σε Ξεν.
|lsmtext='''καταρρᾳθῡμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> χάνω εξαιτίας της ραθυμίας, σε Ξεν., Δημ. — Παθ., <i>τὰ καταρρᾳθυμημένα</i>, αυτά που έχουν απωλεσθεί εξαιτίας της αμέλειας, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., είμαι εξαιρετικά [[απρόσεκτος]], <i>καταρρᾳθυμήσαντες</i>, από την [[απερισκεψία]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''καταρρᾳθῡμέω:''' (ρᾱ)<br /><b class="num">1)</b> [[упускать по небрежности]] Xen., Dem.: τὰ κατερρᾳθυμημένα Dem. упущенное по беспечности;<br /><b class="num">2)</b> [[быть беззаботным]], [[беспечным]]: καταρρᾳθυμήσαντες ὑστερίζουσι τῶν ἀντιπάλων Xen. они по своей беспечности оказываются ниже (своих) противников.
}}
{{elnl
|elnltext=καταρρᾳθυμέω [[gemakzuchtig zijn]]; [[door gemakzucht verliezen]]:. τὰ κατερρᾳθυμημένα πάλιν ἀναλήψεσθε jullie zullen terugkrijgen wat jullie door gemakzucht verloren hebben Dem. 4.7.
}}
}}

Revision as of 11:20, 3 October 2022

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to lose from carelessness, Xen., Dem.:—Pass., τὰ κατερρᾳθυμημένα = things lost through negligence, Dem.
II. intr. to be very careless, καταρρᾳθυμήσαντες through carelessness, Xen.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
perdre ou compromettre par sa négligence.
Étymologie: κατά, ῥᾳθυμέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταρρᾳθυμέω gemakzuchtig zijn; door gemakzucht verliezen:. τὰ κατερρᾳθυμημένα πάλιν ἀναλήψεσθε jullie zullen terugkrijgen wat jullie door gemakzucht verloren hebben Dem. 4.7.

Russian (Dvoretsky)

καταρρᾳθῡμέω: (ρᾱ)
1) упускать по небрежности Xen., Dem.: τὰ κατερρᾳθυμημένα Dem. упущенное по беспечности;
2) быть беззаботным, беспечным: καταρρᾳθυμήσαντες ὑστερίζουσι τῶν ἀντιπάλων Xen. они по своей беспечности оказываются ниже (своих) противников.

Greek (Liddell-Scott)

καταρρᾳθῡμέω: εἶμαι ἐντελῶς ῥᾴθυμος, ἀμελής, χάνω ἕνεκα ῥᾳθυμίας, εἰ καταρρᾳθυμήσετε Δημ. 765. 13· καταρρᾳθυμήσαντες ὑστερίζουσι, μένουσιν ὀπίσω ἕνεκα ῥᾳθυμίας, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 13· μηδὲν καταρρᾳθυμῶν φαίνεσθαι, καὶ μετὰ τοῦ καταμελεῖν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 39.- Παθ., τὰ κατερρᾳθυμημένα, πράγματα ἀπολεσθέντα ἕνεκα ῥαθυμίας ἢ ἀμελείας, τὰ κατ. πάλιν ἀναλήψεσθε Δημ. 42. 14· καὶ στρατιῶται κατερρᾳθυμημένοι, ῥᾳθυμίᾳ ἐξηντλημένοι, νωθεῖς καὶ ὕπτιοι, Πολυδ. Α΄, 158.

Greek Monotonic

καταρρᾳθῡμέω: μέλ. -ήσω,
I. χάνω εξαιτίας της ραθυμίας, σε Ξεν., Δημ. — Παθ., τὰ καταρρᾳθυμημένα, αυτά που έχουν απωλεσθεί εξαιτίας της αμέλειας, σε Δημ.
II. αμτβ., είμαι εξαιρετικά απρόσεκτος, καταρρᾳθυμήσαντες, από την απερισκεψία, σε Ξεν.