ψυχροβαφής: Difference between revisions

From LSJ

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />plongé dans l'eau fraîche <i>ou</i> froide.<br />'''Étymologie:''' [[ψυχρός]], [[βάπτω]].
|btext=ής, ές :<br />plongé dans l'eau fraîche <i>ou</i> froide.<br />'''Étymologie:''' [[ψυχρός]], [[βάπτω]].
}}
{{elnl
|elnltext=ψυχροβαφής -ές [ψυχρός, βάπτω] in koud water gedompeld.
}}
{{elru
|elrutext='''ψυχροβᾰφής:''' [[погруженный в холодную воду]] (τὸ [[κάρα]] Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[μέταλλο]]) αυτός που υφίσταται [[βαφή]] με [[εμβάπτιση]] σε [[κρύο]] [[νερό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> βουτηγμένος σε [[κρύο]] [[νερό]]<br /><b>2.</b> (για [[χρώμα]]) αυτός που βάφει με ψυχρή [[βαφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψυχρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βαφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάφω]]) [[πρβλ]]. <i>θερμο</i>-<i>βαφής</i>].
|mltxt=-ές, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[μέταλλο]]) αυτός που υφίσταται [[βαφή]] με [[εμβάπτιση]] σε [[κρύο]] [[νερό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> βουτηγμένος σε [[κρύο]] [[νερό]]<br /><b>2.</b> (για [[χρώμα]]) αυτός που βάφει με ψυχρή [[βαφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψυχρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βαφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάφω]]) [[πρβλ]]. <i>θερμο</i>-<i>βαφής</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ψυχροβᾰφής:''' [[погруженный в холодную воду]] (τὸ [[κάρα]] Luc.).
}}
{{elnl
|elnltext=ψυχροβαφής -ές [ψυχρός, βάπτω] in koud water gedompeld.
}}
}}

Revision as of 11:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψυχροβᾰφής Medium diacritics: ψυχροβαφής Low diacritics: ψυχροβαφής Capitals: ΨΥΧΡΟΒΑΦΗΣ
Transliteration A: psychrobaphḗs Transliteration B: psychrobaphēs Transliteration C: psychrovafis Beta Code: yuxrobafh/s

English (LSJ)

ές, A dipped in cold water, Luc.Lex.5. II imparted by a cold tincture, of colours and scents, ψ. ἄνθη Thphr.Od. 22.

German (Pape)

[Seite 1405] ές, 1) in kaltes Wasser getaucht, Luc. Lex. 5, bes. von glühendem Eisen. – 2) durch kalte Tinktur mitgetheilt, bes. von Farben und Gerüchen, Theophr.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
plongé dans l'eau fraîche ou froide.
Étymologie: ψυχρός, βάπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψυχροβαφής -ές [ψυχρός, βάπτω] in koud water gedompeld.

Russian (Dvoretsky)

ψυχροβᾰφής: погруженный в холодную воду (τὸ κάρα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ψυχροβᾰφής: -ές, ὁ εἰς ψυχρὸβ ὕδωρ ἐμβαπτισθείς, Λουκ. Λεξιφ. 5. ΙΙ. ὁ διὰ ψυχρᾶς βαφῆς μεταδοθείς, ἐπὶ χρωμάτων, τῶν ἀνθῶν (δηλ. τῶν χρωμάτων) τὰ μὲν ψυχροβαφῆ, τὰ δὲ θερμοβαφῆ Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 22· πρβλ. Salmas. εἰς Solin. σ. 807.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
νεοελλ.
(για μέταλλο) αυτός που υφίσταται βαφή με εμβάπτιση σε κρύο νερό
αρχ.
1. βουτηγμένος σε κρύο νερό
2. (για χρώμα) αυτός που βάφει με ψυχρή βαφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + -βαφής (< βάφω) πρβλ. θερμο-βαφής].